9 Ιουνίου 2019

Τα πρώτα απόνερα της απλής αναλογικής στην Αυτοδιοίκηση

«Ποιος θα διοικεί και ποιος θα αντιπολιτεύεται; Ποιος θα ασκεί εξουσία και ποιος θα την ελέγχει»;

Από την ημέρα που ο τέως υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης κατέθεσε προς ψήφιση τον «Κλεισθένη» με τον οποίο άλλαζε...


... και το σύστημα εκλογής περιφερειακών και δημοτικών συμβούλων, είχαν διατυπωθεί πολλές και σοβαρές αντιρρήσεις σχετικά με τις πολλαπλές επιπτώσεις αυτής της αλλαγής.

Επ’ αυτού τα πρώτα προβλήματα διαφάνηκαν ήδη από τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών στις 25 Μαΐου και έγιναν ακόμη μεγαλύτερα και περισσότερο ορατά μετά τις επαναληπτικές εκλογές της 2ας Ιουνίου.

Μετά την ολοκλήρωση των εκλογών, επτά από τις 13 περιφέρειες και 229 δήμοι στερούνται πλειοψηφίας. Μάλιστα, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις δήμων (69) στους οποίους νικητές της δεύτερης Κυριακής ήταν εκείνοι που ήταν δεύτεροι κατά την πρώτη Κυριακή, γεγονός που συνεπάγεται ότι στα νέα δημοτικά συμβούλια θα διαθέτουν λιγότερους συμβούλους απ’ ότι η μείζων αντιπολίτευση.

Χαρακτηριστικότερη όλων, είναι η περίπτωση της Θεσσαλονίκης όπου ο νικητής των εκλογών Κωνσταντίνος Ζέρβας, παρότι τη δεύτερη Κυριακή πέτυχε το υψηλότερο ποσοστό εκλογής στην ιστορία του δήμου, κοντά 67%, εντούτοις, με το πενιχρό περίπου 15% της πρώτης Κυριακής εξέλεξε μόλις επτά συμβούλους, όσους και άλλες δύο παρατάξεις που βρέθηκαν πίσω του, την ώρα που ο αντίπαλός του στις επαναληπτικές εκλογές διαθέτει δημοτική ομάδα έντεκα συμβούλων.

Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι, μόνον για τη στελέχωση των βασικών θέσεων της νέας δημοτικής αρχής απαιτούνται περισσότεροι από δέκα σύμβουλοι (οκτώ αντιδήμαρχοι, πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου, επικεφαλής νομικών προσώπων κ.ο.κ.).

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο κ. Ζέρβας θα πρέπει να συμπράξει με άλλες τουλάχιστον πέντε παρατάξεις (ήδη συμφώνησε με τρεις οι οποίες, όμως, διαθέτουν από έναν σύμβουλο η κάθε μία) προκειμένου να εξασφαλίσει τους απαιτούμενους 25 συμβούλους σε σύνολο 49, ώστε να διαθέτει πλειοψηφία.

Πέρα από τις δυσκολίες του εγχειρήματος, της συνεννόησης δηλαδή ανάμεσα στους νικητές και στους ηττημένους και έξω από σενάρια ενδεχόμενων συναλλαγών, προκύπτει και ένα ακόμη θεμελιώδες ζήτημα: εφόσον για τη συγκρότηση δημοτικής πλειοψηφίας απαιτείται αναγκαστικά η σύμπραξη και παρατάξεων της αντιπολίτευσης τότε γεννάται το ερώτημα «ποιος θα διοικεί και ποιος θα αντιπολιτεύεται; Ποιος θα ασκεί εξουσία και ποιος θα την ελέγχει»; Εν ολίγοις, με αυτόν τον τρόπο αλλοιώνεται κατ’ ουσία ο χαρακτήρας της λαϊκής εντολής.

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα το οποίο οφείλεται εν μέρει στην απλή αναλογική, είναι η εκτόξευση του ποσοστού της αποχής στις επαναληπτικές εκλογές. Εφόσον η σύνθεση του δημοτικού συμβουλίου καθοριζόταν αποκλειστικά και μόνον από το αποτέλεσμα της πρώτης Κυριακής, τη δεύτερη Κυριακή δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόροι αδιαφόρησαν να προσέλθουν στην κάλπη καθώς δεν υπήρχε καμία κινητοποίηση από τους υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους.

Έως και το 2014 οι υποψήφιοι των δύο πρώτων συνδυασμών είχαν σημαντικό κίνητρο να τρέξουν και για τις επαναληπτικές εκλογές καθώς ο νικητής θα εξέλεγε πολλούς περισσότερους συμβούλους. Τώρα το κίνητρο αυτό εξέλειπε, με τα ήδη γνωστά αποτελέσματα.

Ως αντίβαρο σε αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει η ταυτόχρονη διεξαγωγή των ευρωεκλογών με τον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, όπως είχε γίνει το 2014 και είχε συγκρατήσει τότε σε ανεκτά επίπεδα το ποσοστό αποχής. Όμως, η κυβέρνηση αδιαφόρησε ή δεν υπολόγισε σωστά με αποτέλεσμα η αποχή να φτάσει σε ύψη ρεκόρ (ακόμη και στο 66%).
Νίκος Ηλιάδης, voria.gr