Αναπάντητο μένει το ερώτημα που βρίσκεται στα χείλη όλων
μας, γιατί παράλληλα με τα εισπρακτικά μέτρα δεν λαμβάνονται και αναπτυξιακά. Καθ’
όλα τα μνημονιακά χρόνια...
... μας διαβεβαιώνουν ότι ήρθε και η στιγμή να ασχοληθούν
με την ανάπτυξη, αλλά το λησμονούν αυθωρεί.
Δεν είναι απαραίτητο να θεραπεύει κάποιος τις πολιτικές ή
οικονομικές επιστήμες, για να αναρωτηθεί, πώς μπορεί να εισπραχθούν τα
δυσθεώρητα σε ύψος ποσά που απαιτούνται, τη στιγμή που η αγορά βρίσκεται σε όρια
κατάρρευσης και τα όποια διαθέσιμα των φορολογουμένων πολιτών έχουν εξαντληθεί;
Υποτίθεται, ότι οι πολιτικοί που απαρτίζουν την κάθε
κυβέρνηση, ενδιαφέρονται για το "προσωπικό κόστος" των αποφάσεών τους (που βαπτίζουν
ευσχήμως "πολιτικό"), και δεν
επιθυμούν το δυσάρεστο -ως αντιλαϊκό- άμεσο αποτέλεσμα των πράξεών τους να
είναι επιβλαβές στην πολιτική τους σταδιοδρομία. Πρέπει λοιπόν, τα μεν
λαμβανόμενα μέτρα να είναι το δυνατόν λιγότερο επαχθή, η δε προξενούμενη από
αυτά δυσαρέσκεια σύντομα να μεταβληθεί από τα θετικά αποτελέσματα που θα
επιφέρουν, όπως προσδοκάται.
Στη δική μας περίπτωση, τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει. Το
πιο απλό που μπορεί να σκεφτεί ο απλούς νους, είναι να εισπράξει μεν η
κυβέρνηση, αλλά να δώσει ταυτόχρονα τη δυνατότητα επαναδημιουργίας εισοδημάτων
για να μπορεί να συνεχίσει να εισπράττει. Αν τα πάρει όλα σήμερα, τι θα πάρει
αύριο; Εδώ είναι το περίεργο.
Δεν είναι άγνωστο ότι το οικονομικό επιτελείο δεν
διακρίνεται για τις ιδιαίτερες ικανότητές του επί του αντικειμένου το οποίο
κλήθηκε να διαχειριστεί, ούτε από την πρόθεσή του να ενισχύσει την ιδιωτική
οικονομία, την οποία απεχθάνεται. Υπάρχει όμως στρατιά συμβούλων, που ανάμεσα
στους κομματικούς και φίλους, θα βρίσκονται οπωσδήποτε κάποιοι με πολιτική και
οικονομική σκέψη. Και προφανώς θα αναδεικνύουν αυτό το θέμα.
Ποιο είναι λοιπόν το εμπόδιο, για εφαρμογή αναπτυξιακής
πολιτικής; Η αλήθεια είναι, ότι το έλλειμμα αυτό δεν είναι του παρόντος.
Σαράντα περίπου χρόνια τώρα, από τη στιγμή της εισόδου μας στην Ε.Ο.Κ., όποια
ανάπτυξη έχουμε οφείλεται σε χρήματα που ελήφθησαν είτε από κοινοτικά
προγράμματα είτε από δανεισμό. Η δε "ανάπτυξη" δεν ήταν προφανώς
αυτή που εννοούμε.
Για παράδειγμα. Προ των εκλογών του 2004, υπερηφανευόταν ο
κ. Σημίτης ότι πετύχαμε ανάπτυξη της τάξης του 3,5%. Δεν ανέφερε όμως ότι το
0,6% προερχόταν από κοινοτικά προγράμματα, ένα άλλο 0,6% προερχόταν από την
υποτίμηση του δολαρίου -που μας ωφέλησε διότι μέχρι το 2001 σε δολάρια κατ’
αποκλειστικότητα δανειζόμασταν- και 1,2% ήταν αποτέλεσμα της αξιοποίησης
(διάβαζε εκποίησης) κρατικής περιουσίας. Έμεινε 1,1%, που είχε διοχετευθεί σε
κατασκευή δρόμων και παρόμοιων έργων, που είναι κι αυτά αναπτυξιακά, αλλά σε
μακρινό ορίζοντα. Ανάπτυξη υπήρχε στα χαρτιά, όχι στην αγορά.
Ένας από τους βασικούς λόγους καθυστέρησης είναι η συγκέντρωση
πληθώρας πιστοποιητικών για λήψη άδειας λειτουργίας επιχείρησης. Επειδή πρέπει
να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους -κι εδώ τα λέμε- δεν πρόκειται να υπάρξει
κανένα όφελος όποιου μέτρου και αν ληφθεί, επειδή ο δημόσιος υπάλληλος γνωρίζει
πως αν ένα έγγραφο φύγει με μια σφραγίδα λιγότερη, πολλοί συνάδελφοί του δεν θα
χρειάζονται. Ας μη ξεγελιόμαστε.
Είναι συνεχή τα αιτήματα του επιχειρηματικού κόσμου για
απλούστευση των διαδικασιών με μείωση της πληθώρας των
πιστοποιητικών που απαιτούνται για την έκδοση άδειας λειτουργίας, για
αδικαιολόγητες χρονικές καθυστερήσεις και άλλα τινά, που υποχρεώνουν τον
επιχειρηματία να ακολουθήσει τους αδιαφανείς δρόμους που θα του υποδείξει ο "αρμόδιος" για να
εισπράξει το δωράκι του.
Ποιος πολιτικός θα επιδιώξει πραγματικά
την εξυγίανση, και να βρεθεί αντιμέτωπος με ψηφοφόρους του; Μάλιστα δε, η
σημερινή κυβέρνηση εμφορούμενη υπό της σοβιετικής ιδεολογίας, επ’ ουδενί
πρόκειται να ενδιαφερθεί για την ανάπτυξη την οποία εχθρεύεται, ως
καπιταλιστικό επίτευγμα. Το όραμά της είναι μια χώρα όπως η Βενεζουέλα. Ας προετοιμαζόμαστε,
αφού δεν αντιδρούμε.
Ο Μακεδών