Ευχής έργο θα ήταν, αν μέσα στις τόσες αλλαγές που σχεδιάζονται (αλλά λίγες -ακόμη;- πραγματοποιούνται) να ευτυχήσουμε να δούμε στη χώρα στη χώρα μας υγιή συνδικαλισμό, συνυφασμένο με δημοκρατικές διαδικασίες, μακριά από τραμπουκισμούς και ιδιοτέλεια.
Ο υπογραφόμενος δεν...
... έκρυψε ποτέ στα σημειώματά του την αντίθεσή του με τις τακτικές που χρησιμοποιούνται από τους εργατοπατέρες -με την κακή σημασία του όρου- που υποσκελίζουν τους ανιδιοτελείς συνδικαλιστές, οι οποίοι δεν μετέρχονται αθέμιτες μεθόδους.
Την κακή εμπειρία απέκτησα στα φοιτητικά χρόνια, όταν τις αποφάσεις των οργάνων τις έπαιρνε η μειοψηφία της μειοψηφίας και αλίμονο σε όποιον αντιδρούσε. Οι δε αποφάσεις, δεν ήταν απαραίτητο να ωφελούν το φοιτητικό κίνημα, αρκεί να είχαν την έγκριση του κόμματος ή του πολιτικού φορέα στον οποίο ανήκαν οι συνδικαλιστές.
Μάλιστα, δεν μπορούσα να δεχθώ ότι νέοι με όνειρα και αγωνίες για το μέλλον, αλλά και με αγνότητα που θα έπρεπε να μας διακρίνει, υποχρεωνόμασταν σε μεθοδεύσεις παλαιοκομματικές.
Με συζητήσεις άσκοπες επί της διαδικασίας, ώστε να κουραστούν και να εγκαταλείψουν την αίθουσα οι μη φανατικοί της ιδεολογίας ή των κομμάτων, έμεναν κατά τις μεσονύκτιες ώρες ελάχιστοι οι οποίοι αποφάσιζαν για τους πολλούς. Κι αυτό το αποκαλούσαν «δημοκρατικές διαδικασίες».
Κι από την στιγμή που θα εκπαιδευθεί κάποιος σε τέτοιου είδους συνδικαλισμό θα τον μεταφέρει και στο εργασιακό πεδίο. Όπου εκεί τα πλεονεκτήματα δεν είναι απλώς ο προβιβάσιμος βαθμός χωρίς να ανοίξεις βιβλίο, αλλά είναι τέτοια, ώστε να υπάρχουν πολλοί που να αμείβονται χωρίς να εργάζονται.
Θεωρητικά -αλλά και βάσει της νομοθεσίας- η απεργία είναι το έσχατο μέτρο διεκδίκησης αιτημάτων. Με εξέπληξε θετικά, όταν δημοσιεύθηκε πως στο Βέλγιο κήρυξαν γενική απεργία -παρέχοντας προθεσμία τριών εβδομάδων- μετά από… 32 χρόνια. Αν μετρήσει κάποιος πόσες γενικές απεργίες κηρύσσονται κατ’ έτος στη χώρα μας, ίσως αποδειχθούμε παγκόσμιες πρωταθλητές.
Σε τι εξυπηρετούν; Στην καλυτέρευση των εργασιακών συνθηκών; Ας πει κάποιος, πότε υπήρξε κάποια θετική εξέλιξη μετά από γενική απεργία. Είναι φανερό ότι γίνονται για να δείξουν οι εργατοπατέρες ότι ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα των εργαζομένων, και όχι για τα προσωπικά τους. Το γεγονός άλλωστε, ότι οι γενικές απεργίες δεν μετρούν μεγάλα ποσοστά συμμετοχής, είναι αψευδής μάρτυς της αποτυχίας τους.
Τα δε όποια ποσοστά συμμετοχής στην απεργία παρουσιάζονται, θα ήταν μηδαμινά αν έλειπαν τρεις παράγοντες; Πρώτον, η απεργία των Μέσων Μεταφοράς, αφού εξ ανάγκης δεν μπορείς να πας στη δουλειά σου, οπότε «απεργείς» θέλεις δεν θέλεις. Δεύτερον, οι τραμπουκισμοί -είμαστε μάρτυρες πολλών τέτοιων περιστατικών που δημοσιεύονται- των εργατοπατέρων προς όσους θέλουν να εργασθούν. Είναι τέτοια η «πίστη» τους στη δημοκρατία, ώστε πετούν στα σκουπίδια το συνταγματικό δικαίωμα του καθενός να εργάζεται απρόσκοπτα, όπως υπάρχει φυσικά -και καλώς υπάρχει- το δικαίωμα του καθενός να απεργεί.
Κι ο τρίτος λόγος της απαξίωσης του συνδικαλισμού είναι η ατιμωρησία των παρανόμων, που τους οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερες αυθαίρετες ενέργειας σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Υπάρχει δε και η αντιδημοκρατική αντίληψη, να στοχοποιείται όποιος φέρνει αντιρρήσεις στις κομματιζόμενες ή καθαρά συντεχνιακές απεργίες, που με υποχρεώνουν να πληρώνω εγώ τα προκλητικά προνόμια που αποκτούν εκβιαστικά αρκετοί κλάδοι.
Ο Μακεδών