28 Απριλίου 2019

Χάσμα μεταξύ πλούσιου Νότου, φτωχότερου Βορρά στη Γερμανία

Η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ κατοίκων της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας όχι μόνο παραμένει μεγάλη, αλλά νέο χάσμα δημιουργείται μεταξύ περιοχών της νοτιοδυτικής και της βόρειας Γερμανίας, σύμφωνα με...


... νέα έρευνα του Ινστιτούτου Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών (WSI) του Ντίσελντορφ.

Τριάντα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το διαθέσιμο εισόδημα των Γερμανών, δηλαδή ό,τι απομένει μετά την καταβολή φόρων, εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και άλλων υποχρεώσεων προς το κράτος, εξακολουθεί να εμφανίζει πολύ σημαντικές ανισότητες.

Οι πλουσιότερες πόλεις ή περιοχές βρίσκονται γύρω από το Μόναχο, τη Στουτγάρδη και τη Φρανκφούρτη (στον ποταμό Μάιν), αλλά και στο Αμβούργο στη βόρεια Γερμανία. Αντιθέτως, στην περιοχή που κάλυπτε η πρώην Ανατολική Γερμανία υπάρχουν μόλις έξι περιφέρειες ή πόλεις όπου το ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των κατοίκων είναι πάνω από τις 20.000 ευρώ.

Συγκριτικά, το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα είναι υψηλότερο από αυτό το όριο σε 284 από τις 324 περιφέρειες και πόλεις που βρίσκονται στο έδαφος της πρώην Δυτικής Γερμανίας. Ο μέσος όρος κατά κεφαλήν διαθέσιμου εισοδήματος για ολόκληρη τη Γερμανία είναι 23.295 ευρώ. Επιπλέον, πολύ χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα καταγράφεται σε πολλές πόλεις και περιοχές του Ρουρ, στα δυτική Γερμανία, που αποτελούσε κάποτε την καρδιά της βιομηχανίας χάλυβα και γαιάνθρακα της χώρας.

Συνολικά, στην έρευνα καταγράφεται μικρή αύξηση των εισοδημάτων σε περιοχές και πόλεις της πρώην Ανατολικής Γερμανίας με το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα να διαμορφώνεται το 2018 στο 84,7% του επιπέδου της πρώην Δυτικής Γερμανίας, από 81,5% το 2000.

Ευρεία είναι η εισοδηματική ανισότητα και μεταξύ των 15 μεγαλύτερων γερμανικών πόλεων. Η πλουσιότερη είναι το Μόναχο, σύμφωνα με τη μελέτη, με το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα να ανέρχεται πέρυσι σε 29.685 ευρώ. Ακολουθούν η Στουτγάρδη με εισόδημα 25.012 ευρώ, το Ντίσελντορφ με 24.882 ευρώ, το Αμβούργο με 24.421 ευρώ, η Νυρεμβέργη με 21.785 ευρώ, η Φρανκφούρτη με 21.690 ευρώ και η Κολωνία με 21.608 χιλιάδες ευρώ.

Το Βερολίνο βρίσκεται στην 11η θέση με κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα 19.719 ευρώ, δηλαδή σημαντικά κάτω από τον εθνικό μέσο όρο των 23.295 ευρώ. Ακόμη χαμηλότερο είναι το διαθέσιμο εισόδημα στη Δρέσδη, 18.922 ευρώ, και στη Λειψία (τη μεγαλύτερη πόλη στα ανατολικά μετά το Βερολίνο) 17.770 ευρώ.

Σε επίπεδο περιφερειών, σε τρεις της πρώην Ανατολικής Γερμανίας (Χάλε, Φορπόμερν-Γκράισβαλντ και Φρανκφούρτη στον Οντερ) και μία της πρώην Δυτικής Γερμανίας (Γκέζελκιρχεν) το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα ήταν κάτω από τις 18.000 ευρώ, δηλαδή όσο είναι περίπου κατά μέσον όρο στην Ιταλία.

Αντιθέτως, στις περιφέρειες Στάρνμπεργκ στο νότιο Μόναχο, Χάιλμπρον, βόρεια της Στουτγάρδης, και στο Χοχτάινους, κοντά στη Φρανκφούρτη, το διαθέσιμο εισόδημα είναι πάνω από 30.000 ευρώ, δηλαδή πάνω από τον μέσο όρο του Λουξεμβούργου, της χώρας με το υψηλότερο εισόδημα στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Το κόστος στέγασης
Στον υπολογισμό του διαθέσιμου εισοδήματος δεν υπολογίζεται το κόστος διαβίωσης, οπότε οι πραγματικές εισοδηματικές διαφορές σε πόλεις με υψηλά ενοίκια, παραδείγματος χάριν, είναι υψηλότερες από αυτές που αναφέρθηκαν.

Ενώ, λοιπόν, στο Βερολίνο το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα είναι σχεδόν δέκα χιλιάδες ευρώ χαμηλότερο απ’ ό,τι στο Μόναχο, η μεγάλη αύξηση του επιπέδου των ενοικίων που καταγράφεται στην πρωτεύουσα τα τελευταία χρόνια σημαίνει πως οι Βερολινέζοι δαπανούν πολύ μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για ενοίκιο.

Η αναλογία ενοικίου προς διαθέσιμο εισόδημα διαμορφώθηκε το 2018 στο 41,3%, γεγονός που σημαίνει πως το κόστος στέγασης στην πρωτεύουσα της Γερμανίας είναι πολύ υψηλότερο απ’ ό,τι σε πολύ πλουσιότερες πόλεις όπως το Μόναχο, η Φρανκφούρτη και το Αμβούργο. Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, το κόστος στέγασης δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το ένα τρίτο του συνολικού εισοδήματος.

«Δεδομένου πως το κόστος στέγασης καλύπτεται από το διαθέσιμο εισόδημα, η αύξηση των ενοικίων ιδίως στις μητροπολιτικές περιοχές είναι πιθανό πως περιορίζει τις οικονομικές δυνατότητες πολλών κατοίκων».