10 Απριλίου 2019

Αντί να πατάξουν την διαφθορά την αγκάλιασαν;

Ένα από τα κύρια συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ, της προ 2015 εποχής, ήταν ότι θα πατάξει την διαφθορά, η οποία έπνιγε και πνίγει κάθε υγιή προσπάθεια επαναφοράς της κοινωνίας σε καιρούς που δεν δακτυλόδειχναν...


... τον έντιμο ως "βλάκα".

Τελικά, κάθε ημέρα αποκαλύπτεται και μια υπόθεση, με στελέχη της Αριστεράς αναμεμιγμένα, με οσμή σκανδάλου, ή κατ’ ελάχιστον αδιαφάνειας. Είναι αλήθεια, ότι είχε γίνει πιστευτό το προβαλλόμενο επιχείρημα, ότι η κομμουνιστική Αριστερά δεν είχε βρεθεί στα έδρανα της εξουσίας, και ως εκ τούτου ήταν ανεπίληπτη, αφού δεν συμμετείχε στην κυκλοφορία του μαύρου χρήματος.

Το επιχείρημα αυτό είναι απολύτως έωλο, επειδή την εξουσία σε μια χώρα δεν την κατέχει μόνον η κυβέρνηση, αλλά ικανός αριθμός παράκεντρων ομάδων εξουσίας. Η δε Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε την εξουσία, αλλά είχε τον δημόσιο μηχανισμό στα χέρια της, και το μεγάλο όπλο να επιβάλλει τις απόψεις της στις αστικές κυβερνήσεις, οι οποίες ήθελαν να δείξουν "προοδευτικό" πρόσωπο και ικανοποιούσαν κάθε αίτημα της οπισθοδρομικής Αριστεράς.

Βεβαίως, η μεγάλη εκκίνηση της νομιμοποίησης της διαφθοράς -που έγινε θεσμός έκτοτε- έγινε από το ΠΑΣΟΚ κατά την διαβόητη δεκαετία του ’80, με τον δημόσιο τομέα να καταντά ο πιο κομματικοποιημένος και διεφθαρμένος τομέας της ελληνικής οικονομίας.

Είναι νωπές οι μνήμες από τα αποτελέσματα της πολιτικής του Μένιου Κουτσόγιωργα, που έπεισε τον Ανδρέα Παπανδρέου, ότι πρέπει να εξοβελιστούν οι δεξιοί από τον δημόσιο τομέα, να κατεδαφιστεί η ιεραρχία στη διοίκηση και στη θέση τους να ανέλθουν οι "δικοί" τους άνθρωποι. Η δράση των πρασινοφρουρών, που μετακόμισαν τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρόκειται να λησμονηθεί.

Τότε, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ουσιαστικά νομιμοποίησε τη μίζα από κρατικούς λειτουργούς, όταν βγήκε δημοσίως και είπε για στέλεχός του, που είχε λάβει 500 εκατομμύρια δραχμές για προμήθειες της ΔΕΗ: «Είπαμε να πάρει ένα δωράκι, αλλά όχι και 500 εκατομμύρια…».

Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει, επειδή δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον να θεραπευθεί η σήψη της κοινωνίας. Και για την οποία δεν είναι μόνον υπεύθυνοι οι πολιτικοί, αλλά και οι αυθεντικοί πνευματικοί άνδρες, οι οποίοι εγκατέλειψαν την θέση τους παραδίδοντάς την στους ιμιτασιόν.

Έγραψε προ ημερών ο Χρήστος Γιανναράς, στην "Καθημερινή", ότι μπορεί, σε μια κοινωνία, να υπάρξει κάτι χειρότερο από την ανομία: Η απουσία ή η παράκαμψη του ποιητικού και του φιλόσοφου λόγου.

«Ο νόμος δεν μπορεί να γεννήσει δυναμική σχέσεων κοινωνίας. Γι’ αυτό και μια κοινωνία που θέλει να σωθεί από τον εφιάλτη του εκχυδαϊσμού, τη λοιμική του αμοραλισμού και μηδενισμού, τιμά και φροντίζει τον δάσκαλο περισσότερο από τον δικαστή ή τον αστυνόμο, τον μεγάλο ποιητή περισσότερο από τον βουλευτή.

» Και ο δάσκαλος; Ο αυθεντικός ποιητής; Φυσικά στο κοινωνικό περιθώριο, διακοσμητικές φιοριτούρες ενός δήθεν σχολειού και ο ποιητής, της φτηνιάρικης μελοποιημένης λαϊκομαγκιάς. Ολα στο δήθεν, και ρεαλισμός μόνο η "κονόμα"».

Κάποτε έλεγαν, να ψηφίζουμε τους πλούσιους επειδή είναι χορτάτοι. Δεν είναι ορθό. Επειδή χειρότερη από την φτώχεια είναι η απληστία. Και η "κονόμα", που ανέφερε ο σοφός καθηγητής, δεν διακρίνει πλούσιους και φτωχούς. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δημόκριτος: «Η επιθυμία για χρήματα, αν δεν περιοριστεί από την ικανοποίησή της, είναι πολύ χειρότερη από την εσχάτη φτώχεια, γιατί οι μεγαλύτερες επιθυμίες δημιουργούν μεγαλύτερες ανάγκες».

Και οι λίγες ανάγκες μπορούν να προκύψουν από ένα «συμπαγές κανονιστικό περιβάλλον της ηθικής συμπεριφοράς», όπως υποστηρίζει ο Γ. Κοντογιώργης, μόνο που το τοποθετεί αποκλειστικά στην αίρεση του συστήματος να θέσει δικλείδες ασφαλείας.

Πώς όμως να τεθούν αυτές οι δικλείδες, όταν σιωπά το σύνολο σχεδόν των πνευματικών ανδρών, στους μόνους που μπορεί πλέον ο ελληνικός λαός να εναποθέσει τις ελπίδες του; Πώς να αισιοδοξεί ο ελληνικός λαός όταν τα πνευματικά ιδρύματα κατάντησαν απλώς εκτροφεία πτυχιούχων υπαλλήλων με βαρύγδουπους τίτλους;
Ο Μακεδών