Ότι είναι διατεθειμένος να συζητήσει στο κοντινό μέλλον τις παγκόσμιες στρατιωτικές εξελίξεις με τους Κινέζους και Ρώσους ομολόγους του, δήλωσε ότι είναι ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ελπίζοντας...
... να δώσει τέλος στην κούρσα εξοπλισμών που μαίνεται μεταξύ των τριών χωρών.
«Είμαι σίγουρος, ότι κάποια στιγμή στο μέλλον, ο πρόεδρος Σι και εγώ, μαζί με τον πρόεδρο Πούτιν της Ρωσίας, θα αρχίσουμε να συζητάμε για ένα ουσιαστικό τέλος σε αυτό που έχει μετατραπεί σε μία μεγάλη και ανεξέλεγκτη κούρσα εξοπλισμών», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τραμπ σε μία κοινοποίηση του στο Twitter, μία ημέρα μετά την επιστροφή του από τη σύνοδο των G20 στο Μπουένος Άιρες, τονίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες φέτος ξόδεψαν 796 δισ. δολάρια στον τομέα της Άμυνας.
Πέραν αυτής της κοινοποίησης, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν προέβη σε περαιτέρω λεπτομέρειες. Φέτος, ο πρόεδρος των ΗΠΑ υπέγραψε ένα νομοσχέδιο, το οποίο προβλέπει δαπάνες ύψους 716 δισ. δολαρίων για εξοπλιστικά, ισχυροποίησε τη νομοθεσία που περιορίζει τις κινεζικές επενδύσεις σε αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας και αύξησε τις δαπάνες για την πυραυλική άμυνα των ΗΠΑ.
Επιπλέον, νωρίτερα το 2018, ο αμερικανικός στρατός ανακοίνωσε μία νέα διεθνή στρατηγική Άμυνας, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η προσπάθεια αντιστάθμισης της ρωσικής και κινεζικής στρατιωτικής ισχύος.
Παράλληλα, η Ουάσιγκτον έχει εκφράσει δημόσια την πρόθεση της να εγκαταλείψει την ιστορική διμερή συμφωνία που είχαν συνάψει οι ΗΠΑ με την ΕΣΣΔ το 1987, η οποία απαγορεύει την κατασκευή και χρήση ενός ευρέος φάσματος πυρηνικών όπλων και πυραύλων. Από την πλευρά της, η Μόσχα έχει προειδοποιήσει την Ουάσιγκτον ότι θα αναγκαστεί να ανταποδώσει σε είδος σε μία πιθανή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες φοβούνται ότι η απουσία της συμφωνίας θα ωθήσει την Ουάσιγκτον στην εγκατάσταση πυρηνικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς στην Ευρώπη, και τη Μόσχα σε μία αντίστοιχη κίνηση στον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ, κάτι το οποίο θα καταστήσει εκ νέου την Ευρώπη ευάλωτη στην πυρηνική απειλή.
Όσον αφορά την Κίνα, τον Μάρτιο, στο πλαίσιο ενός φιλόδοξου προγράμματος στρατιωτικού εκμοντερνισμού, το Πεκίνο ανακοίνωσε ότι προχωρά σε αύξηση της τάξεως του 8.1 % στις αμυντικές δαπάνες, τη μεγαλύτερη της τελευταίας τριετίας, προκαλώντας ακολούθως νευρικότητα στις γειτονικές χώρες, όπως η Ιαπωνία και η Ταϊβάν.
Εντούτοις, τα κινεζικά ΜΜΕ έχουν χαρακτηρίσει αυτή την αύξηση μικρή και ανάλογη με εκείνη άλλων χωρών, τονίζοντας ότι το Πεκίνο δεν «τσίμπησε» στην αμερικανική προβοκάτσια που θα έβαζε τη χώρα σε μία κούρσα εξοπλισμών με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με τα σχετικά δημοσιεύματα, ο κινεζικός αμυντικός προϋπολογισμός αντιστοιχεί μόλις στο ένα τέταρτο των στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ και δεν αναπτύσσεται με μεγάλη ταχύτητα.
Παρ' όλα αυτά, το πρόγραμμα στρατιωτικού εκσυγχρονισμού της Κίνας προκαλεί ανησυχία σε διεθνές επίπεδο, καθώς η χώρα αναπτύσσει νέες στρατιωτικές δυνατότητες και όπλα, όπως αεροπλανοφόρα και αντιδορυφορικούς πυραύλους.