1 Νοεμβρίου 2018

Η συνταγματική αναθεώρηση στα Σκόπια έχει αγκάθια

Αυτήν την περίοδο εξελίσσεται στα Σκόπια η διαδικασία τροποποίησης του Συντάγματος της χώρας, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών.

Η πρώτη φάση ολοκληρώθηκε...
... με την επί της αρχής υπερψήφιση της αναθεώρησης με «μυθιστορηματικό» και άκρως διαβλητό τρόπο ως προς τις καταγγελλόμενες μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την εξεύρεση των οκτώ «προθύμων» για συμπλήρωση του ελάχιστου απαιτούμενου αριθμού των 80 θετικών ψήφων.

Τις ημέρες αυτές οι Κοινοβουλευτικές Επιτροπές επεξεργάζονται τη διατύπωση των αλλαγών στο Σύνταγμα, δηλαδή να αλλάξει το κρατικό όνομα από Δημοκρατία της Μακεδονίας σε Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας (Άρθρο 1 § 3.α της ΣτΠ). Η ιθαγένεια και η επίσημη γλώσσα δεν θα αλλάξουν, βεβαίως, γιατί παραμένουν «μακεδονικές» (Άρθρο 1, § 3.β και γ).

Εξάλλου, οι όροι «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» θα έχουν (σύμφωνα με το άρθρο 1, § 3.δ) την έννοια που τους αποδίδεται στο Άρθρο 7 της Συμφωνίας, δηλαδή τα δύο κράτη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς αυτούς τους όρους αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά. Δηλαδή, με τους ίδιους (ελληνικότατους) όρους θα ονομάζονται δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα!

Έτσι, με το Άρθρο 7 § 3, που αφορά τα Σκόπια, με αυτούς τους όρους «νοούνται η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους…»! Άρα ουσιαστικά δεν θα αλλάξουν οι όροι Μακεδονία, Μακεδόνας-ες, μακεδονική (ιθαγένεια, γλώσσα), γιατί παραμένουν ίδιοι με αυτούς που χρησιμοποιούνται σήμερα στο σκοπιανό Σύνταγμα. Ετέθη μικρή μόνο προσθήκη στην ιθαγένεια, μετά το μακεδονική «…/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Πρόκειται για «φύλλο συκής» που δεν πρόκειται να χρησιμοποιείται στην πράξη εφόσον υπάρχει και παραμένει ο όρος «μακεδονική ιθαγένεια»!

Επιπροσθέτως, το σκοπιανό Κοινοβούλιο πρέπει (Άρθρο 1, § 12) «να προβεί στις κατάλληλες τροποποιήσεις του Προοιμίου του Συντάγματος, του Άρθρου 3 και του Άρθρου 49». Πρόκειται για τις συνταγματικές διατάξεις που άμεσα ή έμμεσα συντηρούν και προωθούν τον αβάσιμο και παράνομο «αλυτρωτισμό» των Σκοπίων. Εδώ βέβαια υπονοούνται οι περί δήθεν «Μακεδονικού Έθνους» φαντασιώσεις και μεγαλοϊδεατισμοί των Σκοπιανών.

Πρόκειται για τον πυρήνα της θεωρίας της «διαμελισμένης και σκλαβωμένης Μακεδονίας του Αιγαίου και του Πιρίν» και άρα του εδαφικού επεκτατισμού τους, όπως και των δήθεν «υπόδουλων Μακεδόνων» εκτός των συνόρων τους. Γι’ αυτούς θα μεριμνά η «μητρόπολη» του Μακεδονισμού, παρεμβαίνοντας στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος και της Βουλγαρίας και υποκινώντας μειονοτικά ζητήματα. Αυτό άλλωστε επιχειρήθηκε έντονα, ανεπιτυχώς βέβαια, στο παρελθόν.

Επιθετικός φαντασιακός αλυτρωτισμός
Στα ζητήματα αυτά, της εχθρικής προπαγάνδας, της μειονοτικής υποκίνησης και του εδαφικού επεκτατισμού, η Συμφωνία των Πρεσπών έχει (γενικόλογες βέβαια και εξισωτικές Ελλάδος και Σκοπίων) προβλέψεις που απαγορεύουν τις αντίστοιχες δράσεις (Άρθρα 3 & 4 της Συμφωνίας).

Είναι όμως πολύ ισχυρότερο και κυρίως παιδαγωγικό για τους Σκοπιανούς (αν και εξισώνεται απαράδεκτα και το Ελληνικό Σύνταγμα και η χώρα μας που ποτέ δεν εξέφρασε αλυτρωτισμό κατά των Σκοπίων, ούτε καν στοιχειώδες ενδιαφέρον για την εκεί διαβιούσα ελληνική μειονότητα, αυτοχθόνων Ελλήνων ή πολιτικών προσφύγων), να εξαλείψουν από το Σύνταγμά τους τον κίβδηλο αλυτρωτισμό.

Γι’ αυτό άλλωστε ήταν, από παλιά, πάγια ελληνική θέση στο πλαίσιο του erga omnes η απαίτηση για αναθεώρηση του σκοπιανού Συντάγματος ως προς τις αλυτρωτικές προβλέψεις του. Στην Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 υπήρξε μόνον αυθεντική ερμηνεία αυτών των διατάξεων, η οποία δεν απέτρεψε, βέβαια, τον επιθετικό αλυτρωτισμό των Σκοπιανών από τότε και έως σήμερα. Με ελάχιστες βέβαια ή καθυστερημένες ελληνικές αντιδράσεις, για ακατανόητους λόγους.

Αντίστοιχες απαιτήσεις συνταγματικών τροποποιήσεων από τους Σκοπιανούς για το ελληνικό Σύνταγμα δεν υπήρξαν βεβαίως, γιατί δεν τεκμηριώνεται εις βάρος τους αλυτρωτισμός πουθενά στον συνταγματικό μας Χάρτη!

Και εδώ ερχόμαστε στην ουσία του ζητήματος: Αν η διατύπωση των αναθεωρημένων διατάξεων του σκοπιανού Συντάγματος δεν είναι επαρκής και αρκούντως σαφής τότε τι θα πράξει η Ελλάδα; Λέμε ότι μπορεί να μην είναι αρκούντως σαφής είτε από την διαπιστωμένη διαχρονική κακοβουλία της ηγεσίας της γειτονικής χώρας, είτε απλά από απρόθυμη εφαρμογή αυτής της δέσμευσης, είτε λόγω κεκτημένης ταχύτητας από τον Μακεδονισμό του παρελθόντος, που δυστυχώς διατηρείται και νομιμοποιείται πλέον.

Δεν έχει προβλεφθεί στην Συμφωνία η ελληνική συγκατάθεση ή συνδιαμόρφωση για την διατύπωση αυτών των τροποποιήσεων. Θα πρέπει να λάβουμε επίσημα γνώση των αλλαγών και εν συνεχεία να καταφύγουμε στις διαδικασίες του Άρθρου 19 της Συμφωνίας για την «επίλυση διαφορών» δηλαδή να ζητήσουμε διαπραγματεύσεις, να ζητήσουμε τις καλές υπηρεσίες του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ή να υποβάλλουμε το θέμα για απόφαση στο Διεθνές Δικαστήριο! Εκτός βέβαια αν αρνηθούμε την κύρωση της Συμφωνία των Πρεσπών ή και την καταγγείλουμε (με μία άλλη κυβέρνηση προφανώς).

Ενώ σε άλλα θέματα όπου η Ελλάδα παρέχει ποικίλα ωφελήματα στα Σκόπια, η Συμφωνία είναι λαλίστατη και αναλυτικότατη, στο μείζον της συνταγματικής αναθεώρησης δεν προβλέπει τίποτε, ως προς την ουσία της αναθεώρησης. Και εδώ ο συνολικός ενδοτισμός και υποχωρητισμός της ελληνικής πλευράς είναι έκδηλοι!

Κριτική τοποθέτηση του Προέδρου
Ορθά λοιπόν ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος, μιλώντας στην Θεσσαλονίκη στις 26.10.2018, στο επίσημο γεύμα στη Λέσχη Αξιωματικών, τόνισε εμφαντικά ότι τα Σκόπια θα πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα πως θα διατυπώσουν την αναθεώρηση του Συντάγματός τους. Προφανώς το εννοούσε με σαφή και όχι αμφίσημο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο. Εδώ διαπιστώνω, μάλιστα, μία έμμεση κριτική τοποθέτηση για την έλλειψη σχετικής πρόβλεψης της Συμφωνίας.

Ας μου επιτραπεί, όμως, λόγω πολυετούς γνωριμίας μου με τον Πρόεδρο, να παρατηρήσω το εξής χωρίς να ασεβώ στο αξίωμα ή στον πολιτειακό ρόλο και στις αρμοδιότητές του: Η Συμφωνία έχει πολύ σοβαρότερα ζητήματα που επιδέχονται κριτικής, όπως είναι η ιθαγένεια, η εθνότητα, η γλώσσα, αλλά και το ίδιο το σύνθετο όνομα της «Βόρειας Μακεδονίας» που εκχωρούνται.

Έχοντας αυτό ως δεδομένο και σε συνδυασμό με τη σαφέστατη πλειονότητα του ελληνικού λαού, που καταγράφεται πολλαπλώς να εναντιώνεται στη βλαπτική Συμφωνία, θα απαιτούνταν έκφραση της προεδρικής αποδοκιμασίας -ακόμη και εκτός του πεδίου των αρμοδιοτήτων του κ. Προέδρου- για τις κυβερνητικού χαρακτήρα πράξεις της σημερινής κυβέρνησης. Πράξεις που οδήγησαν μάλιστα στην ετεροβαρή Συμφωνία, σε βάρος των εθνικών μας ιστορικών και πολιτιστικών κεκτημένων επί του όρου Μακεδονία και των συναφών ζητημάτων.

Και ένα τελευταίο σχόλιο: Οι Αλβανοί της ΠΓΔΜ που στήριξαν τον Ζάεφ και την Συμφωνία, προφανώς για δικές τους εθνοτικές στοχεύσεις (όπως έχω τονίσει σε προηγούμενα άρθρα μου), έρχονται σήμερα και αποκαλύπτουν τις αληθινές προθέσεις τους. Διαπραγματεύονται, δηλαδή, ανοικτά την περαιτέρω κοινοβουλευτική στήριξή τους στην εν εξελίξει συνταγματική αναθεώρηση.

Δεδομένου ότι η ψήφος τους θα είναι καθοριστική για την ολοκλήρωση της αναθεώρησης, ζητούν αντάλλαγμα τη νομοθετική καθιέρωση της αλβανικής γλώσσας στην ΠΓΔΜ, ως ισότιμης επίσημης γλώσσας με τη σλαβική (ονομάζεται καταχρηστικά «μακεδονική» στην Συμφωνία). Προφανώς απαιτούν και την συνταγματική αναφορά αυτής της ισοτιμίας. Ας συγκρίνουμε την δική τους πολιτική για ανάδειξη της γλώσσας τους με την δική μας υποχωρητικότητα να αποδεχθούμε μία σλαβική γλώσσα σαν μακεδονική, δηλαδή ελληνική.
Βενιαμίν Καρακωστάνογλου, διεθνολόγος