Αν ο Τσίπρας νόμιζε ότι κλείνοντας τη συμφωνία για το Σκοπιανό με τον Ζάεφ θα είχε αυτομάτως στο τσεπάκι μια πολιτική επιτυχία, είναι βαθιά γελασμένος.
Ο τρόπος με τον οποίον έκλεισε το Σκοπιανό τον αφήνει...
... (και τη χώρα βέβαια) επικίνδυνα εκτεθειμένο σε διαδικασίες και μεθόδους που δεν μπορεί να ελέγξει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το άρθρο της υπεύθυνης του σκοπιανού «Ινστιτούτου Ευρωπαϊκής Πολιτικής» (το οποίο αναδημοσίευσε ο υπουργός Εξωτερικών της ΠΓΔΜ, Νικολά Ντιμιτρόφ), όπου αναδεικνύεται το ζήτημα της ευρωπαϊκής πρόσκλησης προς την ΠΓΔΜ στη σύνοδο της 28/29ης Ιουνίου ως η απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για να έχει πιθανότητες επιτυχίας το δημοψήφισμα για τη συμφωνία αλλαγής της συνταγματικής ονομασίας των Σκοπίων.
Αντίθεση στη διεύρυνση
Όντως, αν το αναλύσει κάποιος λογικά, η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο τέλος της εβδομάδας για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΠΓΔΜ είναι το colpo grosso για να έχει ελπίδες να περάσει η συμφωνία Τσίπρα -Ζάεφ. Ενώ η κυβερνητική ευφορία της υπογραφής στις Πρέσπες προσπάθησε να υπερκαλύψει τις πρακτικές δυσκολίες εφαρμογής της συμφωνίας, στα Σκόπια γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τις λεπτές ευρωπαϊκές ισορροπίες, που μετατρέπουν τη συμφωνία σε μια πολιτική ρώσικη ρουλέτα για τον Τσίπρα.
Ενώ η Ελλάδα απέστειλε επιστολή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ενημερώνοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι μετά την υπογραφή της συμφωνίας Τσίπρα – Ζάεφ και την επικύρωσή της από τη Βουλή της ΠΓΔΜ δεν έχει πλέον αντιρρήσεις για την ένταξη της γειτονικής χώρας στην Ε.Ε., τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά και αυτονόητα για την έγκριση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της πρότασης της Κομισιόν για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια.
Η Αυστρία κυρίως, αλλά και η Γαλλία, δεν είναι καθόλου θετικές ως προς μια τέτοια εξέλιξη και ειδικά η αυστριακή κυβέρνηση, η οποία από 1ης Ιουλίου αναλαμβάνει την ευρωπαϊκή προεδρία, δεν είναι καθόλου διατεθειμένη να αφήσει το θέμα αυτό στα χέρια τής -τρέχουσας- βουλγαρικής προεδρίας και επιδιώκει τη μετάθεση της απόφασης για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του ερχόμενου Δεκεμβρίου ώστε να διαχειριστεί εκείνη όλες τις σχετικές διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια.
Εάν όμως συμβεί κάτι τέτοιο, η πλευρά Ζάεφ λέει ότι το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου θα βρίσκεται στον αέρα, αφού η κοινή γνώμη της ΠΓΔΜ θα θεωρήσει ότι η Ευρώπη εμπαίζει τη χώρα και πως η συμφωνία με την Ελλάδα είναι ένας άχρηστος συμβιβασμός χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Το αφήγημα της Ε.Ε.
Το επιχείρημα της πλευράς Ζάεφ έχει προφανώς νόημα, αφού όλο το αφήγημα του «συμβιβασμού» των Σκοπιανών βασίστηκε στο αξίωμα ότι με τη συμφωνία ανοίγει ο δρόμος για την ένταξη στην Ε.Ε. Εάν φανεί την ερχόμενη Παρασκευή ότι η Ευρώπη «δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της προς τη Μακεδονία», τότε το αφήγημα Ζάεφ προς τον λαό της ΠΓΔΜ θα γίνει κομματάκια από τη σκοπιανή αντιπολίτευση, η οποία θα έχει πλέον σοβαρά επιχειρήματα.
Τα πράγματα αυτή την εποχή στην Ευρώπη είναι πολύ μπερδεμένα και φαίνεται πως ο Τσίπρας δεν τα υπολόγισε σωστά, καθώς -όσο και να ακούγεται τραβηγμένο- η πολιτική του πορεία εξαρτάται πλέον από τον Αυστριακό καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Του Γιάννη Κουτσομύτη, Φιλελεύθερος
Ο τρόπος με τον οποίον έκλεισε το Σκοπιανό τον αφήνει...
... (και τη χώρα βέβαια) επικίνδυνα εκτεθειμένο σε διαδικασίες και μεθόδους που δεν μπορεί να ελέγξει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το άρθρο της υπεύθυνης του σκοπιανού «Ινστιτούτου Ευρωπαϊκής Πολιτικής» (το οποίο αναδημοσίευσε ο υπουργός Εξωτερικών της ΠΓΔΜ, Νικολά Ντιμιτρόφ), όπου αναδεικνύεται το ζήτημα της ευρωπαϊκής πρόσκλησης προς την ΠΓΔΜ στη σύνοδο της 28/29ης Ιουνίου ως η απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για να έχει πιθανότητες επιτυχίας το δημοψήφισμα για τη συμφωνία αλλαγής της συνταγματικής ονομασίας των Σκοπίων.
Αντίθεση στη διεύρυνση
Όντως, αν το αναλύσει κάποιος λογικά, η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο τέλος της εβδομάδας για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΠΓΔΜ είναι το colpo grosso για να έχει ελπίδες να περάσει η συμφωνία Τσίπρα -Ζάεφ. Ενώ η κυβερνητική ευφορία της υπογραφής στις Πρέσπες προσπάθησε να υπερκαλύψει τις πρακτικές δυσκολίες εφαρμογής της συμφωνίας, στα Σκόπια γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τις λεπτές ευρωπαϊκές ισορροπίες, που μετατρέπουν τη συμφωνία σε μια πολιτική ρώσικη ρουλέτα για τον Τσίπρα.
Ενώ η Ελλάδα απέστειλε επιστολή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ενημερώνοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι μετά την υπογραφή της συμφωνίας Τσίπρα – Ζάεφ και την επικύρωσή της από τη Βουλή της ΠΓΔΜ δεν έχει πλέον αντιρρήσεις για την ένταξη της γειτονικής χώρας στην Ε.Ε., τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά και αυτονόητα για την έγκριση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της πρότασης της Κομισιόν για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια.
Η Αυστρία κυρίως, αλλά και η Γαλλία, δεν είναι καθόλου θετικές ως προς μια τέτοια εξέλιξη και ειδικά η αυστριακή κυβέρνηση, η οποία από 1ης Ιουλίου αναλαμβάνει την ευρωπαϊκή προεδρία, δεν είναι καθόλου διατεθειμένη να αφήσει το θέμα αυτό στα χέρια τής -τρέχουσας- βουλγαρικής προεδρίας και επιδιώκει τη μετάθεση της απόφασης για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του ερχόμενου Δεκεμβρίου ώστε να διαχειριστεί εκείνη όλες τις σχετικές διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια.
Εάν όμως συμβεί κάτι τέτοιο, η πλευρά Ζάεφ λέει ότι το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου θα βρίσκεται στον αέρα, αφού η κοινή γνώμη της ΠΓΔΜ θα θεωρήσει ότι η Ευρώπη εμπαίζει τη χώρα και πως η συμφωνία με την Ελλάδα είναι ένας άχρηστος συμβιβασμός χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Το αφήγημα της Ε.Ε.
Το επιχείρημα της πλευράς Ζάεφ έχει προφανώς νόημα, αφού όλο το αφήγημα του «συμβιβασμού» των Σκοπιανών βασίστηκε στο αξίωμα ότι με τη συμφωνία ανοίγει ο δρόμος για την ένταξη στην Ε.Ε. Εάν φανεί την ερχόμενη Παρασκευή ότι η Ευρώπη «δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της προς τη Μακεδονία», τότε το αφήγημα Ζάεφ προς τον λαό της ΠΓΔΜ θα γίνει κομματάκια από τη σκοπιανή αντιπολίτευση, η οποία θα έχει πλέον σοβαρά επιχειρήματα.
Τα πράγματα αυτή την εποχή στην Ευρώπη είναι πολύ μπερδεμένα και φαίνεται πως ο Τσίπρας δεν τα υπολόγισε σωστά, καθώς -όσο και να ακούγεται τραβηγμένο- η πολιτική του πορεία εξαρτάται πλέον από τον Αυστριακό καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Του Γιάννη Κουτσομύτη, Φιλελεύθερος