Ο πολίτης που επιμένει νηφάλια και με κριτήριο το δημόσιο συμφέρον και που είχε την αντοχή να παρακολουθήσει τη συζήτηση στη Βουλή για τη σύσταση της Προανακριτικής έχει μείνει με...
... μία πικρή γεύση στο στόμα.
Οι πολιτικοί, το όνομα των οποίων ενεπλάκη στην υπόθεση, είχαν κάθε δικαίωμα όχι μόνο να αναπτύξουν την υπεράσπισή τους, αλλά και να υπερβούν το σύνηθες ρητορικό μέτρο για κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις.
Η πικρή γεύση προκύπτει από το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα, σε μία τόσο δύσκολη εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά περίοδο, αδυνατεί να βρει τρόπο θεσμικής διεκπεραίωσης του ρόλου που προβλέπει ο ηθικοπολιτικά διάτρητος νόμος περί ευθύνης υπουργών. Όπως αναμενόταν από το κλίμα των προηγούμενων ημερών, η χθεσινή συνεδρίαση μετετράπη σε κομματικό ριγκ, παρότι όλα τα κόμματα συνομολόγησαν πως σκάνδαλο Novartis υφίσταται.
Προφανώς, οι πολιτικοί που αναφέρονται από τους προστατευόμενους μάρτυρες δεν είναι ένοχοι πριν καταδικασθούν. Είναι αληθές πως και μόνο η εμπλοκή ενός ονόματος σε σκάνδαλο εκ των πραγμάτων λειτουργεί σαν μηχανισμός έμμεσου πλην σαφούς στιγματισμού. Είναι άδικο, αλλά αυτό δυστυχώς συμβαίνει για κάθε πολίτη, του οποίου το όνομα εμπλέκεται σε υπόθεση σκανδάλου. Δεν θα μπορούσε να ισχύσει κάτι διαφορετικό για πολιτικούς.
Ιδιαιτέρως, όταν στην Ελλάδα έχει συντελεστεί μία γιγαντιαίων διαστάσεων λεηλασία του δημοσίου χρήματος. Προφανώς, τη λεηλασία δεν μπορούσαν να την κάνουν μόνες τους οι φαρμακευτικές εταιρείες, ούτε μόνο με τη συνεργασία γιατρών. Δεν θα είχε καταστεί δυνατή, χωρίς τη σύμπραξη αρμοδίων κρατικών αξιωματούχων. Κατά συνέπεια, υπάρχει έγκλημα και εγκληματίες.
Η αντιπολίτευση δικαιολογημένα –αν και δεν μπορεί να αποδειχθεί– κατηγορεί την κυβέρνηση ότι επέλεξε τον χρόνο αποστολής της σχετικής δικογραφίας στη Βουλή με μικροπολιτικό κριτήριο. Δικαιολογημένα, επίσης, καταγγέλλει ότι κυβερνητικά στελέχη έχουν λειτουργήσει αντιδεοντολογικά, με την έννοια ότι –χωρίς να έχουν δικαίωμα– έλαβαν γνώση της δικογραφίας πριν αυτή διαβιβασθεί στη Βουλή. Δικαιολογημένη είναι και η διαμαρτυρία αναφορικά με την εξαίρεση του Κουρουμπλή.
Η πιθανολογούμενη παραβίαση των κανόνων εκ μέρους της κυβέρνησης είναι καταδικαστέα και αποκαλυπτική μίας αντιθεσμικής νοοτροπίας. Δεν είναι λόγος, όμως, να υποβαθμισθεί η σημασία και η ανάγκη ενδελεχούς εξέτασης της υπόθεσης Novartis. Ούτε δικαιολογούνται η κραυγαλέα προσπάθεια απαξίωσης των προστατευομένων μαρτύρων και οι εκφοβιστικές επιθέσεις εναντίον τους. Υπενθυμίζουμε ότι ο θεσμός των προστατευομένων μαρτύρων –καλώς ή κακώς– προβλέπεται από τη νομοθεσία.
Ούτε, βεβαίως, δικαιολογείται η οξύτατη ρητορική της αντιπολίτευσης περί «σκευωρίας». Με δεδομένο ότι συμφωνεί πως υφίσταται σκάνδαλο, πώς είναι δυνατόν να προεξοφλεί ότι πρόκειται για «σκευωρία», πριν ακόμα καλά-καλά ξεκινήσει η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης; Τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες δεν είναι από μόνα τους αποδείξεις. Θα κριθούν από την Προανακριτική και από το Ειδικό Δικαστήριο εάν ποτέ η υπόθεση φθάσει εκεί.
Όλα τα παραπάνω προφανή θα μπορούσαν να είναι το θεσμικό πλαίσιο για να μπορέσει το πολιτικό σύστημα να διεκπεραιώσει τον ρόλο του με τις λιγότερες δυνατές πληγές για την εθνική ενότητα. Γιατί έχει αποδειχθεί από τα γεγονότα πως η ανάμιξη της Βουλής σε υποθέσεις σκανδάλων το μόνο που έχει καταφέρει είναι να μετατρέπει την αναγκαία διαδικασία κάθαρσης σκανδάλων σε κομματικούς καυγάδες.
Αυτή η εκτροπή ωφελεί μόνο όσους είναι ένοχοι. Χρησιμοποιούν το κλίμα πόλωσης για να μετατρέψουν το κόμμα τους σε ασπίδα για τον εαυτό τους, για να κρυφτούν πίσω του. Τα κόμματα, όμως, δεν είναι συμμορίες για να επιδεικνύουν τέτοιους είδους αλληλεγγύη στα μέλη τους. Είναι ενώσεις πολιτών για την επίτευξη πολιτικών σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
Είναι θεμιτό τα κόμματα να στέκονται δίπλα και να εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους σε στελέχη τους που το όνομά τους εμπλέκεται σε σκάνδαλα. Ταυτοχρόνως, όμως, έχουν καθήκον να προτάσσουν την ανάγκη δικαστικής διερεύνησης. Και μάλιστα, ζητώντας τους να παραιτηθούν του δικαιώματος παραγραφής, εάν κριθεί πως υφίσταται τέτοια.
του Σταύρου Λυγερού, slpress.gr