Έχουν δημιουργηθεί κάποια στερεότυπα, επί των οποίων
βασίζονται αναλύσεις και εκφέρονται λόγοι, χωρίς να μελετηθούν επισταμένως για
την εγκυρότητά τους. Υπάρχουν δε άλλα...
... που δεν έτυχαν της προσοχής, ως ώφειλε.
Κατ’ αρχάς, να σημειώσω ολίγα τινά για το χθεσινό
περιστατικό με την μαντιλοφορούσα μουσουλμάνα σημαιοφόρο, κατά την μαθητική
παρέλαση. Από την στιγμή που κάποιος νομίμως φέρει την ελληνική υπηκοότητα,
δικαιούται αναμφιβόλως να υψώνει την ελληνική σημαία.
(Παρενθετικώς να πω, ότι για υπηκοότητα μιλάμε και όχι για "ιθαγένεια", όπως πολλοί
αμόρφωτοι σημαίνοντες πολιτικοί εκφέρουν στον λόγο τους, επειδή ο όρος
προέρχεται από το "ιθύς" = αληθινός + γένος, όπερ σημαίνει τον Έλληνα εκ καταγωγής
και όχι τον υπήκοο απλώς εκ πολιτογραφήσεως. Ο θόρυβος με τον Αλβανό Τσενάι
δημιουργήθηκε επειδή οι γονείς του δεν είχαν υποβάλλει καν αίτηση για απόκτηση
ελληνικής υπηκοότητας).
Αλλά, συνέβη το εξής περίεργο. Αν
μεν το κορίτσι πήρε στα χέρια του την ελληνική σημαία ενστερνιζόμενο τον
ελληνικό τρόπο ζωής, καλώς την πήρε. Και φυσικά θα του εξήγησαν ότι η μαθητική
παρέλαση προηγείται της στρατιωτικής, ως συμβολισμός ότι οι σημερινοί έφηβοι θα
αντικαταστήσουν αύριο τους στρατιώτες υπερασπιζόμενοι την ελληνική πατρίδα. Δεν
είναι πασαρέλα η παρέλαση.
Απορώ όμως που δεν υπήρξαν ακόμη
μουσουλμάνοι να διαμαρτυρηθούν, επειδή ένα κορίτσι φορώντας την μαντίλα
-θρησκευτικό σύμβολο του ισλάμ- κρατούσε στα χέρια του ένα άλλο σύμβολο με τον
χριστιανικό σταυρό. Θα μπορούσαν να το θεωρήσουν ως προσπάθεια εκχριστιανισμού,
αγνοούντες ίσως το αλαλούμ που επικρατεί στις σκέψεις των "προοδευτικών", που δεν
συνηθίζουν να σκέφτονται πριν αποφασίσουν.
Απορώ επίσης, που στις τόσες συζητήσεις που γίνονται, και
από στρατιωτικούς ακόμη, ποτέ δεν διατυπώθηκε το ερώτημα γιατί ο Μουσολίνι
προτίμησε να πραγματοποιήσει επίθεση από την δύσβατη Πίνδο, και όχι απόβαση σε
ηπειρωτική ακτή; Θα μπορούσε ο ολιγάριθμος ελληνικός στρατός να αντιμετωπίσει
το πλήθος των Ιταλών σε μάχη στην πεδιάδα;
Οφείλω να μεταφέρω τα όσα μού διηγήθηκε Έλληνας στρατηγός,
από τους διακριθέντες στον πόλεμο. Δεν υπάρχουν αποδείξεις που να επιβεβαιώσουν
τα λεγόμενά του, δεν είχα όμως λόγο να μη τα αποδεχθώ, αφού συνδυάζονταν και με
άλλες πληροφορίες.
Ο Ι. Μεταξάς, γνώριζε πως κάποιοι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί
είχαν στενή επαφή με τον Γεώργιο τον Β΄, ο οποίος με την σειρά του είχε στενές
σχέσεις με την Βρετανία (όταν εκλήθη ο Κορυζής στα Ανάκτορα για σύσκεψη, βρήκε
δίπλα στον βασιλιά τον Άγγλο πρεσβευτή (!) και διαφωνώντας με αυτά που του
είπαν, επέστρεψε στην οικία του και αυτοκτόνησε). Γνώριζε επίσης ο τότε
πρωθυπουργός την πίεση που ασκούσε ο Τσώρτσιλ στον Μουσουλίνη να επιτεθεί στα
Βαλκάνια, ώστε να βγουν από την ουδετερότητά τους (είχα παραθέσει παλαιότερα
αποσπάσματα δύο επιστολών του Τσώρτσιλ προς Μουσολίνι).
Με αυτά τα δεδομένα, ο Ι. Μεταξάς ανέθεσε στους "ύποπτους" αξιωματικούς
την κατασκευή οχυρωματικών έργων στις Ηπειρωτικές ακτές, πληροφορία που
μεταφέρθηκε στον βασιλιά, από εκεί στους Βρετανούς που με την σειρά τους
ενημέρωσαν τον Μουσολίνι, ίσως δια μέσου του Τσιάνου, Ιταλού ΥΠΕΞ, γαμπρού του
Μουσολίνι, τον οποίο όμως εκτέλεσε ως πράκτορα των Βρετανών.
Έτσι, η ιταλική κυβέρνηση,
πιστεύσασα ότι τους περιμένουμε στις ακτές, σχεδίασε επίθεση από την Βόρειο
Ήπειρο. Έπεσαν στην παγίδα, επειδή εκεί τους περίμενε στην πραγματικότητα ο
ελληνικός στρατός, με την επιστράτευση να την διεξάγει η Αστυνομία του
Μανιαδάκη, προκειμένου να μη διαρρεύσει η πληροφορία.
Ως προς δε το υποστηριζόμενο,
λογοτεχνική αδεία, ότι πολεμήσαμε "ξυπόλητοι
εναντίον πανόπλου εχθρού", σημειώνω απλώς ελλείψει χώρου,
ότι ως προς την μερική έλλειψη ιματισμού υπαίτιος ήταν ο χειμώνας, αφού
πολέμησαν οι Έλληνες με θερμοκρασία -27 βαθμών, με το έλλειμμα να καλύπτεται
κάπως, όταν οι γυναίκες έπλεκαν μανιωδώς κάλτσες και φανέλες.
Ως προς τον οπλισμό, ο Γεώργιος
Ράλλης έγραψε πως κατά 100% ήμασταν πλήρεις, με οπλισμό που μας έδωσαν… οι
Γερμανοί (με κλήρινγκ, έναντι πέντε εσοδειών καπνού) γι’ αυτό και ο Τσιάνο
απολογούμενος για την ήττα έγραψε στο Ημερολόγιό του «οι Έλληνες διέθετα
καινουργές πυροβολικό και άριστα εκπαιδευμένους αξιωματικούς».
Ο Μακεδών