γράφει ο Μακεδών
Θεωρητικώς, το Σύνταγμα, ο καταστατικός χάρτης της χώρας οφείλει να περιλαμβάνει τις γενικές αρχές κυβέρνησης του κράτους και επ’ αυτού να βασίζονται οι εφαρμοστικοί νόμοι που θα καθορίζουν...
... τις ακολουθητέες μεθόδους στην πληθώρα των περιπτώσεων που απαιτούνται για να λειτουργήσει με τρόπο εύρυθμο το κράτος.
Αν αναλογισθεί κάποιος πώς ήταν το Σύνταγμα του 1975, και πώς είναι σήμερα θα απορήσει. Υποτίθεται, ότι αναθεωρήσεις του Συντάγματος πρέπει να γίνονται μόνον σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις, όταν αλλάζουν οι συνθήκες ανά εποχή. Εκείνο όμως το οποίο συμβαίνει στην χώρα μας, είναι να χρησιμοποιούμε το Σύνταγμα συμφώνως προς τα κομματικά συμφέροντα.
Η πρώτη μεγάλη αλλαγή που συνέβη, ήταν όταν από Προεδρική Δημοκρατία αποκτήσαμε Προεδρευομένη, αφαιρώντας καίριες εξουσίες από τον Πρόεδρο προς χάριν της εκτελεστικής εξουσίας. Δεν γράφω προς χάριν της νομοθετικής, επειδή σε μεταγενέστερη αναθεώρηση, η νομοθετική εξουσία σχεδόν εντάχθηκε στην εκτελεστική.
Και αυτό συνέβη με την καθιέρωση της «δεδηλωμένης» αλλάζοντας επί τα χείρω την λειτουργία του Κοινοβουλίου. Κατά το Σύνταγμα του 1975, νομοσχέδιο καθίστατο νόμος αν ψηφιζόταν από βουλευτές οι οποίοι θα παρευρίσκονταν στην αίθουσα της Βουλής, κατά το 1/5 του συνόλου των βουλευτών. Αν δηλαδή την αίθουσα ήσαν λιγότεροι από 60 βουλευτές, το νομοσχέδιο δεν έπρεπε να ψηφιστεί. Όμως, ο μεγαλύτερος αριθμός των νόμων που ισχύουν, θα έπρεπε να θεωρηθούν παράνομοι, αφού συνέβαινε άπειρες φορές στην αίθουσα να παρευρίσκονται ελάχιστοι, πολλές φορές μετρούμενοι με τα δάχτυλα των δύο χεριών. Επετράπη αυτό ατύπως, παραβιάζοντας όμως το Σύνταγμα χωρίς κάποιος να ενοχληθεί.
Και αντί να απαιτηθεί η αυστηρή τήρηση του Συντάγματος, κατά την τελευταία αναθεώρηση αντικαταστάθηκε το παραπάνω άρθρο με την «αρχή της δεδηλωμένης», που σημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητη η παρουσία βουλευτών, πλην εξ ανάγκης των εισηγητών των κομμάτων, με το σκεπτικό ότι αφού το κυβερνητικό κόμμα έχει την πλειοψηφία, αν παρευρίσκονταν όλοι οι βουλευτές στην αίθουσα, ο νόμος θα υπερψηφιζόταν. Νομιμοποιήθηκε ουσιαστικώς, η παρατηρούμενη προηγουμένως παρανομία.
Η αφαίρεση δε εξουσιών από τον Πρόεδρο, τον καθιστά ανήμπορο να επέμβει προς διόρθωση των ανισορροπιών που παρατηρούνται. Κατέστη ο ρόλος του καθαρά συμβολικώς, και παρ’ όλο που έχει την δυνατότητα να εφαρμόσει το άρθρο 48 του Συντάγματος κηρύσσοντας την χώρα σε κατάσταση ανάγκης, ούτε ο νυν ούτε οιοσδήποτε άλλος πρόεδρος θα αποτολμούσε να το πράξει. Ούτε καν σύγκλιση του Συμβουλίου των Αρχηγών των κομμάτων, δεν αποτολμά ο Πρόεδρος.
Δια του άρθρου 48, μπορεί να υποχρεώσει τους Αρχηγούς σε σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ανάγκης, και σε περίπτωση άρνησής τους να αναθέσει -όπως προβλέπει το Σύνταγμα- την εξουσία σε εξωκοινοβουλευτικό πρόσωπο για συγκεκριμένο χρόνο και συγκεκριμένο σκοπό.
Δυστυχώς, ίσως χαθεί η ευκαιρία για αναθεώρηση του Συντάγματος κατά το 2015, οπότε δεν θα πιεσθούν τα κόμματα να ορίζονται τα των εθνικών εκλογών από το Σύνταγμα, ώστε να μη αλλάζει ο εκλογικός νόμος κάθε λίγο, αναλόγως των συμφερόντων του κόμματος που έχει την πλειοψηφία. Να καθοριστεί συνταγματικώς η τετραετής διάρκεια της κυβέρνησης, όπως γίνεται στις περισσότερες χώρες της Δύσης. Ώστε να μη διανύουμε πολύμηνες προεκλογικές περιόδους με αναστάτωση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Ίσως, απαιτείται και η αποδέσμευση της εκλογής του Προέδρου από την διεξαγωγή εκλογών, σε περίπτωση αποτυχούς αποτελέσματος. Αλλιώς, φαινόμενα αποστασίας και χρηματισμού, θα τα έχουμε διαρκώς μπροστά μας.
Δεν είναι φυσικά μόνον αυτές οι στρεβλώσεις. Απλώς, με τα τελευταία γεγονότα καθίστανται επίκαιρες. Φρονώ όμως, πως πρέπει κάποτε να μας απασχολήσουν και αυτά τα θέματα, και όχι μόνον όταν εξυπηρετείται κάποιος ενδιαφερόμενος. (Γιατί να μη σκεφθούμε και την ύπαρξη Γερουσίας, η οποία θα φρενάρει τις αμετροέπειες των κυβερνώντων;)
Θεωρητικώς, το Σύνταγμα, ο καταστατικός χάρτης της χώρας οφείλει να περιλαμβάνει τις γενικές αρχές κυβέρνησης του κράτους και επ’ αυτού να βασίζονται οι εφαρμοστικοί νόμοι που θα καθορίζουν...
... τις ακολουθητέες μεθόδους στην πληθώρα των περιπτώσεων που απαιτούνται για να λειτουργήσει με τρόπο εύρυθμο το κράτος.
Αν αναλογισθεί κάποιος πώς ήταν το Σύνταγμα του 1975, και πώς είναι σήμερα θα απορήσει. Υποτίθεται, ότι αναθεωρήσεις του Συντάγματος πρέπει να γίνονται μόνον σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις, όταν αλλάζουν οι συνθήκες ανά εποχή. Εκείνο όμως το οποίο συμβαίνει στην χώρα μας, είναι να χρησιμοποιούμε το Σύνταγμα συμφώνως προς τα κομματικά συμφέροντα.
Η πρώτη μεγάλη αλλαγή που συνέβη, ήταν όταν από Προεδρική Δημοκρατία αποκτήσαμε Προεδρευομένη, αφαιρώντας καίριες εξουσίες από τον Πρόεδρο προς χάριν της εκτελεστικής εξουσίας. Δεν γράφω προς χάριν της νομοθετικής, επειδή σε μεταγενέστερη αναθεώρηση, η νομοθετική εξουσία σχεδόν εντάχθηκε στην εκτελεστική.
Και αυτό συνέβη με την καθιέρωση της «δεδηλωμένης» αλλάζοντας επί τα χείρω την λειτουργία του Κοινοβουλίου. Κατά το Σύνταγμα του 1975, νομοσχέδιο καθίστατο νόμος αν ψηφιζόταν από βουλευτές οι οποίοι θα παρευρίσκονταν στην αίθουσα της Βουλής, κατά το 1/5 του συνόλου των βουλευτών. Αν δηλαδή την αίθουσα ήσαν λιγότεροι από 60 βουλευτές, το νομοσχέδιο δεν έπρεπε να ψηφιστεί. Όμως, ο μεγαλύτερος αριθμός των νόμων που ισχύουν, θα έπρεπε να θεωρηθούν παράνομοι, αφού συνέβαινε άπειρες φορές στην αίθουσα να παρευρίσκονται ελάχιστοι, πολλές φορές μετρούμενοι με τα δάχτυλα των δύο χεριών. Επετράπη αυτό ατύπως, παραβιάζοντας όμως το Σύνταγμα χωρίς κάποιος να ενοχληθεί.
Και αντί να απαιτηθεί η αυστηρή τήρηση του Συντάγματος, κατά την τελευταία αναθεώρηση αντικαταστάθηκε το παραπάνω άρθρο με την «αρχή της δεδηλωμένης», που σημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητη η παρουσία βουλευτών, πλην εξ ανάγκης των εισηγητών των κομμάτων, με το σκεπτικό ότι αφού το κυβερνητικό κόμμα έχει την πλειοψηφία, αν παρευρίσκονταν όλοι οι βουλευτές στην αίθουσα, ο νόμος θα υπερψηφιζόταν. Νομιμοποιήθηκε ουσιαστικώς, η παρατηρούμενη προηγουμένως παρανομία.
Η αφαίρεση δε εξουσιών από τον Πρόεδρο, τον καθιστά ανήμπορο να επέμβει προς διόρθωση των ανισορροπιών που παρατηρούνται. Κατέστη ο ρόλος του καθαρά συμβολικώς, και παρ’ όλο που έχει την δυνατότητα να εφαρμόσει το άρθρο 48 του Συντάγματος κηρύσσοντας την χώρα σε κατάσταση ανάγκης, ούτε ο νυν ούτε οιοσδήποτε άλλος πρόεδρος θα αποτολμούσε να το πράξει. Ούτε καν σύγκλιση του Συμβουλίου των Αρχηγών των κομμάτων, δεν αποτολμά ο Πρόεδρος.
Δια του άρθρου 48, μπορεί να υποχρεώσει τους Αρχηγούς σε σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ανάγκης, και σε περίπτωση άρνησής τους να αναθέσει -όπως προβλέπει το Σύνταγμα- την εξουσία σε εξωκοινοβουλευτικό πρόσωπο για συγκεκριμένο χρόνο και συγκεκριμένο σκοπό.
Δυστυχώς, ίσως χαθεί η ευκαιρία για αναθεώρηση του Συντάγματος κατά το 2015, οπότε δεν θα πιεσθούν τα κόμματα να ορίζονται τα των εθνικών εκλογών από το Σύνταγμα, ώστε να μη αλλάζει ο εκλογικός νόμος κάθε λίγο, αναλόγως των συμφερόντων του κόμματος που έχει την πλειοψηφία. Να καθοριστεί συνταγματικώς η τετραετής διάρκεια της κυβέρνησης, όπως γίνεται στις περισσότερες χώρες της Δύσης. Ώστε να μη διανύουμε πολύμηνες προεκλογικές περιόδους με αναστάτωση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Ίσως, απαιτείται και η αποδέσμευση της εκλογής του Προέδρου από την διεξαγωγή εκλογών, σε περίπτωση αποτυχούς αποτελέσματος. Αλλιώς, φαινόμενα αποστασίας και χρηματισμού, θα τα έχουμε διαρκώς μπροστά μας.
Δεν είναι φυσικά μόνον αυτές οι στρεβλώσεις. Απλώς, με τα τελευταία γεγονότα καθίστανται επίκαιρες. Φρονώ όμως, πως πρέπει κάποτε να μας απασχολήσουν και αυτά τα θέματα, και όχι μόνον όταν εξυπηρετείται κάποιος ενδιαφερόμενος. (Γιατί να μη σκεφθούμε και την ύπαρξη Γερουσίας, η οποία θα φρενάρει τις αμετροέπειες των κυβερνώντων;)