26 Οκτωβρίου 2014

Η μάνα της Χειμάρρας, Ερμιόνη Μπρίγκου, θυμάται

Στον κήπο του σπιτιού της έχει φυτέψει μια μυρτιά. «Για να μην είναι τα παιδιά στον ήλιο», λέει. Τα παιδιά είναι έξι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, σκοτώθηκαν...


... στη Χειμάρρα και θάφτηκαν στον κήπο του πατρικού της.

Κοριτσάκι 8 χρόνων η κ. Ερμιόνη Μπρίγκου είδε τον πατέρα της να θάβει στον κήπο τους Έλληνες φαντάρους με τους οποίους είχαν ζήσει, τραγουδήσει, πολεμήσει μαζί επί μήνες, ώστε να μην τους κατασπαράξουν τα άγρια ζώα.

Πέρασαν 73 χρόνια από τότε. Η οικογένειά της δεν ξέχασε ποτέ. Και η ίδια, ακόμη και σήμερα, μια μαυροφορεμένη γυναίκα 82 ετών με ευγενική φυσιογνωμία που δεν διστάζει να αγκαλιάσει τους ξένους, ξεχορταριάζει με καθημερινή έγνοια τον αυτοσχέδιο τάφο, ανάβει κεριά και αφήνει λουλούδια. Με αυτό το καθήκον μεγάλωσε.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1991 ο πατέρας της, σχεδόν αμέσως μετά το άνοιγμα των συνόρων, έφτασε στην Ελλάδα με αποκλειστικό σκοπό να βρει τις οικογένειες αυτών των φαντάρων που έγιναν δικά τους παιδιά και έγιναν δεκτοί ως «απελευθερωτές» κι ας έρχονταν από άγνωστα μέρη.

«Όταν έφτασε ο ελληνικός στρατός αδειάσαμε ένα δωμάτιο στο σπίτι για να μείνουν οι αξιωματικοί. Δεν ήταν για μας ξένοι, ήταν δικά μας παιδιά. Αισθανόμασταν ότι ήρθαν να μας ελευθερώσουν, να μας σώσουν», λέει η κ. Ερμιόνη.

«Ήμουν τότε 7-8 χρόνων. Αδειάσαμε, λοιπόν, το δωμάτιο κι εγώ, η μάνα, ο πατέρας και η γιαγιά μου χωρέσαμε στο άλλο. Αδειάσαμε και το μαντρί από τα γίδια και βάλαμε εκεί μία διμοιρία, 15 άτομα ήταν. Άλλαζαν συνέχεια θέσεις για να νομίζουν οι Ιταλοί που βρίσκονταν στο ένα χιλιόμετρο απόσταση ότι ήταν περισσότεροι. Λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι στήθηκε το φυλάκιο».

«Το πρωί με σήκωνε η μάνα μου να πάω στους φαντάρους τσάι. Μου έλεγε “σκύβε όπως πας να μη σε βρει κανένα βλήμα”, μου 'λεγε “πήγαινε άκρη άκρη να μη σε δουν”. Έπειτα με έστελνε στο μαντρί να τους φωνάξω για πρωινό. Η μάνα μου μαγείρευε για όλους.

Διηγούμενη τις αναμνήσεις της ζωής της βουρκώνει. «Όταν σκοτώθηκαν τους είχαμε μία ολόκληρη μέρα στο σπίτι. Τη νύχτα έριξε ο πατέρας μου δυο-τρία κυπαρίσσια και τους έθαψε ανά τρεις σε δύο σημεία. Ένας άλλος στρατιώτης, πρώτος ξάδελφος ενός από τους νεκρούς, φώναζε, ωρυόταν. Πήρε ένα κιβώτιο, το έκοψε λωρίδες κι έφτιαξε έναν σταυρό πάνω στον οποίο με καρφί χάραξε το όνομα του νεκρού. Ήταν πολλοί οι νεκροί. Άλλους τους έφαγαν τα ζώα, τα πουλιά, πολλούς τους έπαιρνε το ποτάμι», θυμάται... (ethnos.gr)