Με άρθρο του στην εφημερίδα "Καθημερινή της Κυριακής", ο πρώην πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, παρεμβαίνει στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις. Αναλυτικά, το άρθρο του κ. Μητσοτάκη είναι το εξής:
"Αυτή τη φορά τα πολιτικά κόμματα πρέπει να πουν την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Την πλήρη και σκληρή αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι επί τρεις δεκαετίες, με μια εξαίρεση, την περίοδο ’90 - ’93, που κυβέρνησε η Ν.Δ., ζούσαμε πάνω από...
τις δυνάμεις μας, με δανεικά. Τώρα είμαστε υποχρεωμένοι να προσαρμοστούμε σε μια σκληρή πραγματικότητα, να κατεβάσουμε, δηλαδή, το βιοτικό μας επίπεδο. Και αυτό με σκληρό νόμισμα είναι δύσκολο και επώδυνο. Ο ελληνικός πολιτικός κόσμος πρέπει να πει καθαρά στον ελληνικό λαό αυτή την αλήθεια και να μην τα ρίχνει όλα στο Μνημόνιο και στους ξένους. Διότι αυτό στην πραγματικότητα συνέβη.
Οταν τα δύο μεγάλα κόμματα, μετά πολλές παλινωδίες και υπαναχωρήσεις, συμφώνησαν, με καθυστέρηση, να φτιάξουν μια κοινή κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της Ελλάδος, σε συνεννόηση με την Ευρώπη, τα έριξαν όλα στους κακούς ξένους και το Μνημόνιο, αντί να πουν ότι αυτό είναι μια ανάγκη, την οποία επέβαλε η δική μας κακή πολιτική στο παρελθόν. Η εκκαθάριση του θέματος αυτού αποτελεί μια βασική προϋπόθεση για να εξασθενήσει το κύμα εναντίον του Μνημονίου.
Ακόμη είναι απολύτως αναγκαίο να λεχθεί η πλήρης αλήθεια εις τον ελληνικό λαό σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με την Ευρώπη. Δυστυχώς επ’ αυτού επικρατεί πλήρης σύγχυση, που από πολλούς καλλιεργείται σκόπιμα. Η άποψη ότι είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε τις συμφωνίες που διεθνώς έχουμε υπογράψει, είναι αυτονόητη. Σε όλη την Ευρώπη, στον κόσμο ολόκληρο –και προσφάτως οι G8– το ίδιο πράγμα μας λένε όλοι. Η Ελλάς δεν έχει τη δυνατότητα και δεν πρέπει να συζητήσει το ενδεχόμενο αποδέσμευσής της από τις συμβατικές υποχρεώσεις της. Αντιθέτως, όμως,έχει σίγουρα την δυνατότητα να τις θέσει σε διάλογο.
Το Μνημόνιο, τα δύο Μνημόνια για την ακρίβεια, περιέχουν πολλά λάθη, αρκετά από τα οποία είναι δυνατόν να διορθωθούν. Η Ευρώπη, για όσους την ξέρουν, είναι ένας οργανισμός ο οποίος δέχεται τον διάλογο, στηρίζεται στο διάλογο. Η Ευρώπη είναι ο χώρος του συνεχούς, ισότιμου και δημιουργικού διαλόγου, που δεν σταματά ποτέ. Και είναι αυτονόητο ότι ορισμένες αδυναμίες μπορούν σίγουρα να διορθωθούν, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι τον διάλογο θα τον κάνουμε ενωμένοι, όσο το δυνατόν περισσότερο, ισχυροί και ταυτόχρονα να είμαστε φιλικοί και αξιόπιστοι.
Πρέπει να ανακτήσουμε –είναι δύσκολο αλλά μπορούμε να το πετύχουμε σιγά σιγά– τη χαμένη αξιοπιστία μας. Ως αξιόπιστοι συνομιλητές με την Ευρώπη, μπορούμε να πετύχουμε πολλά. Ιδιαίτερα τώρα, γιατί είναι μια πάρα πολύ ευνοϊκή περίοδος για μας. Αυτή την περίοδο ξανασυζητείται το όλο πρόβλημα της λιτότητας που απασχολεί όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και είναι βέβαιο ότι θα πάμε τουλάχιστον σε ένα συμπληρωματικό σύμφωνο, που θα ευνοήσει την ανάπτυξη, κάτι που για μας είναι σημαντικό.
Αλλά ας μην έχουμε την αυταπάτη να πιστεύουμε ότι είναι ποτέ δυνατόν να ξαναγυρίσουμε στο παλιό καθεστώς των ελλειμμάτων. Είμαστε υποχρεωμένοι εφεξής, να δεχθούμε τη σκληρή πραγματικότητα ότι θα ζούμε με αυτά που παράγουμε, κάτι το οποίο μας αναγκάζει να στρέψουμε την προσοχή μας περισσότερο στο βασικό πρόβλημα της Ελλάδος: πώς θα γίνουμε παραγωγικοί και ανταγωνιστικοί. Κάτι που συνήθως το ξεχνούμε, ενώ αυτό αποτελεί την ουσία του προβλήματος. Χρειάζεται ακόμη να προσθέσω ότι το διάλογο θα τον κάνουμε καλόπιστα, ως φίλοι και εταίροι. Η τακτική του εκβιασμού, του τσαμπουκά και των κουκουλοφόρων μπορεί να περνά στην Ελλάδα της κρίσης και της παρακμής, ασφαλώς όμως δεν περνά στην Ευρώπη.
Το δεύτερο που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι ο εκλογικός αγών πρέπει να επικεντρωθεί στις πολιτικές. Πρέπει, δηλαδή, να ξεκαθαρίσει το βασικό πολιτικό πρόβλημα σε αυτές τις εκλογές, το οποίο συνοψίζεται στο εάν η χώρα θα μείνει ή θα φύγει από το ευρώ. Εάν θα μείνει ή θα φύγει από την Ευρώπη. Η άποψη ότι δεν μπορούν να μας διώξουν από το ευρώ είναι απλοϊκή και ασόβαρη. Ασφαλώς δεν μπορούν να μας βγάλουν, σύμφωνα με τις συνθήκες, από το ευρώ. Ωστόσο, αυτό γίνεται αναγκαστικά, εάν πάψουν να μας δίδουν χρήματα. Τότε θα είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να ζητήσουμε να φύγουμε μόνοι μας και η Ευρώπη σίγουρα θα μας βοηθήσει να το κάνουμε, παρέχοντάς μας μια τελευταία υπηρεσία.
Κατά συνέπεια το πρόβλημα της παραμονής ή μη στο ευρώ υπάρχει και κρίνεται και είναι το διακύβευμα πάνω στο οποίο πρέπει να γίνεται ο πολιτικός διάλογος. Ο πολιτικός διάλογος δεν επιτρέπεται να προσωποποιηθεί. Τα παλιά πολιτικά στελέχη πρέπει να μείνουν σε δεύτερο πλάνο και να προβληθούν κατά το δυνατόν νεότερα στελέχη, άφθαρτα, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν περισσότερο την κοινή γνώμη.
Το τρίτο σημείο, στο οποίο θέλω να σταθώ, είναι το εξής: Οι εκλογές, δυστυχώς, αποτελούν μια δεινή δοκιμασία για την Ελλάδα. Δεν είναι η ώρα να αναζητηθούν ευθύνες, που βεβαίως υπάρχουν. Βέβαιον, όμως, είναι ότι η ελληνική οικονομία περνά μια αληθινή τραγωδία, με την οποίαν δεν απασχολούμαστε όντας απορροφημένοι στην προεκλογική εκστρατεία.
Η οικονομία χαροπαλεύει, ο τουρισμός αντιμετωπίζει μια απίστευτη κρίση και η οικονομική ασφυξία απειλεί όλες τις επιχειρήσεις που απέμειναν. Ο κόσμος έπαψε να πληρώνει. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ και η ψυχολογία που είχε δημιουργηθεί. Ο κόσμος τρομοκρατημένος «κρατάει» τα λεφτά του, οι συναλλαγές έπαψαν, η κίνηση στην αγορά μειώνεται δραματικά. Η κατάσταση κινδυνεύει, όταν θα φτάσουμε στις εκλογές, να μην είναι αναστρέψιμος. Θυμάμαι την περίοδο του τέλους της δεκαετίας του ’80, το σύνθημα που είχαμε τότε ρίξει, «να προλάβουμε την Ελλάδα ζωντανή». Φοβούμαι ότι το ίδιο θα πρέπει να πούμε και σήμερα. Να φτάσουμε στις εκλογές με το καλό, αλλά να υπάρχει ακόμα η ελληνική οικονομία ζωντανή.
Προσωπικά πιστεύω ότι αυτό που επειγόντως πρέπει να ζητήσουμε είναι ένα σχέδιο άμεσης βοήθειας προς την ελληνική οικονομία, για να μπορεί να περάσει αυτή τη δύσκολη περίοδο. Χαίρομαι διότι επιτυχώς, ελπίζω, το έθεσε ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός στην τελευταία σύσκεψη κορυφής. Πρέπει να υπάρξει συνέχεια.
Και τέλος θα σημειώσω το εξής: είμαστε δυστυχώς ένας λαός που δεν προβλέπει και που δεν συμπεραίνει. Την περιπέτεια των εκλογών θα μπορούσαμε ασφαλώς να την είχαμε αποφύγει πλήρως, εάν το Σύνταγμά μας προέβλεπε σταθερή περίοδο της Βουλής. Η συνταγματική αναθεώρηση είναι επειγόντως αναγκαία. Ξαναφέρνω πάλι στη δημοσιότητα την παλιά μου πρόταση, την οποία δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω, ότι η προσεχής Βουλή πρέπει να είναι αναθεωρητική. Είναι ανάγκη, ιδιαίτερα τώρα που η χώρα μας δοκιμάζεται σκληρά, όταν τα πάντα φαίνεται να γκρεμίζονται γύρω μας, να δημιουργήσουμε τουλάχιστον ένα θεσμικό περιβάλλον καλύτερο, σταθερότερο, το οποίο θα μας βοηθήσει, αποφασιστικά, να αντιμετωπίσουμε το μεγάλο μας πρόβλημα, που δεν είναι δυστυχώς το οικονομικό. Είναι πολιτικό: είναι η ανυπαρξία, η διάλυση του κράτους και όλα όσα το συνοδεύουν..."
"Αυτή τη φορά τα πολιτικά κόμματα πρέπει να πουν την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Την πλήρη και σκληρή αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι επί τρεις δεκαετίες, με μια εξαίρεση, την περίοδο ’90 - ’93, που κυβέρνησε η Ν.Δ., ζούσαμε πάνω από...
τις δυνάμεις μας, με δανεικά. Τώρα είμαστε υποχρεωμένοι να προσαρμοστούμε σε μια σκληρή πραγματικότητα, να κατεβάσουμε, δηλαδή, το βιοτικό μας επίπεδο. Και αυτό με σκληρό νόμισμα είναι δύσκολο και επώδυνο. Ο ελληνικός πολιτικός κόσμος πρέπει να πει καθαρά στον ελληνικό λαό αυτή την αλήθεια και να μην τα ρίχνει όλα στο Μνημόνιο και στους ξένους. Διότι αυτό στην πραγματικότητα συνέβη.
Οταν τα δύο μεγάλα κόμματα, μετά πολλές παλινωδίες και υπαναχωρήσεις, συμφώνησαν, με καθυστέρηση, να φτιάξουν μια κοινή κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της Ελλάδος, σε συνεννόηση με την Ευρώπη, τα έριξαν όλα στους κακούς ξένους και το Μνημόνιο, αντί να πουν ότι αυτό είναι μια ανάγκη, την οποία επέβαλε η δική μας κακή πολιτική στο παρελθόν. Η εκκαθάριση του θέματος αυτού αποτελεί μια βασική προϋπόθεση για να εξασθενήσει το κύμα εναντίον του Μνημονίου.
Ακόμη είναι απολύτως αναγκαίο να λεχθεί η πλήρης αλήθεια εις τον ελληνικό λαό σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με την Ευρώπη. Δυστυχώς επ’ αυτού επικρατεί πλήρης σύγχυση, που από πολλούς καλλιεργείται σκόπιμα. Η άποψη ότι είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε τις συμφωνίες που διεθνώς έχουμε υπογράψει, είναι αυτονόητη. Σε όλη την Ευρώπη, στον κόσμο ολόκληρο –και προσφάτως οι G8– το ίδιο πράγμα μας λένε όλοι. Η Ελλάς δεν έχει τη δυνατότητα και δεν πρέπει να συζητήσει το ενδεχόμενο αποδέσμευσής της από τις συμβατικές υποχρεώσεις της. Αντιθέτως, όμως,έχει σίγουρα την δυνατότητα να τις θέσει σε διάλογο.
Το Μνημόνιο, τα δύο Μνημόνια για την ακρίβεια, περιέχουν πολλά λάθη, αρκετά από τα οποία είναι δυνατόν να διορθωθούν. Η Ευρώπη, για όσους την ξέρουν, είναι ένας οργανισμός ο οποίος δέχεται τον διάλογο, στηρίζεται στο διάλογο. Η Ευρώπη είναι ο χώρος του συνεχούς, ισότιμου και δημιουργικού διαλόγου, που δεν σταματά ποτέ. Και είναι αυτονόητο ότι ορισμένες αδυναμίες μπορούν σίγουρα να διορθωθούν, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι τον διάλογο θα τον κάνουμε ενωμένοι, όσο το δυνατόν περισσότερο, ισχυροί και ταυτόχρονα να είμαστε φιλικοί και αξιόπιστοι.
Πρέπει να ανακτήσουμε –είναι δύσκολο αλλά μπορούμε να το πετύχουμε σιγά σιγά– τη χαμένη αξιοπιστία μας. Ως αξιόπιστοι συνομιλητές με την Ευρώπη, μπορούμε να πετύχουμε πολλά. Ιδιαίτερα τώρα, γιατί είναι μια πάρα πολύ ευνοϊκή περίοδος για μας. Αυτή την περίοδο ξανασυζητείται το όλο πρόβλημα της λιτότητας που απασχολεί όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και είναι βέβαιο ότι θα πάμε τουλάχιστον σε ένα συμπληρωματικό σύμφωνο, που θα ευνοήσει την ανάπτυξη, κάτι που για μας είναι σημαντικό.
Αλλά ας μην έχουμε την αυταπάτη να πιστεύουμε ότι είναι ποτέ δυνατόν να ξαναγυρίσουμε στο παλιό καθεστώς των ελλειμμάτων. Είμαστε υποχρεωμένοι εφεξής, να δεχθούμε τη σκληρή πραγματικότητα ότι θα ζούμε με αυτά που παράγουμε, κάτι το οποίο μας αναγκάζει να στρέψουμε την προσοχή μας περισσότερο στο βασικό πρόβλημα της Ελλάδος: πώς θα γίνουμε παραγωγικοί και ανταγωνιστικοί. Κάτι που συνήθως το ξεχνούμε, ενώ αυτό αποτελεί την ουσία του προβλήματος. Χρειάζεται ακόμη να προσθέσω ότι το διάλογο θα τον κάνουμε καλόπιστα, ως φίλοι και εταίροι. Η τακτική του εκβιασμού, του τσαμπουκά και των κουκουλοφόρων μπορεί να περνά στην Ελλάδα της κρίσης και της παρακμής, ασφαλώς όμως δεν περνά στην Ευρώπη.
Το δεύτερο που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι ο εκλογικός αγών πρέπει να επικεντρωθεί στις πολιτικές. Πρέπει, δηλαδή, να ξεκαθαρίσει το βασικό πολιτικό πρόβλημα σε αυτές τις εκλογές, το οποίο συνοψίζεται στο εάν η χώρα θα μείνει ή θα φύγει από το ευρώ. Εάν θα μείνει ή θα φύγει από την Ευρώπη. Η άποψη ότι δεν μπορούν να μας διώξουν από το ευρώ είναι απλοϊκή και ασόβαρη. Ασφαλώς δεν μπορούν να μας βγάλουν, σύμφωνα με τις συνθήκες, από το ευρώ. Ωστόσο, αυτό γίνεται αναγκαστικά, εάν πάψουν να μας δίδουν χρήματα. Τότε θα είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να ζητήσουμε να φύγουμε μόνοι μας και η Ευρώπη σίγουρα θα μας βοηθήσει να το κάνουμε, παρέχοντάς μας μια τελευταία υπηρεσία.
Κατά συνέπεια το πρόβλημα της παραμονής ή μη στο ευρώ υπάρχει και κρίνεται και είναι το διακύβευμα πάνω στο οποίο πρέπει να γίνεται ο πολιτικός διάλογος. Ο πολιτικός διάλογος δεν επιτρέπεται να προσωποποιηθεί. Τα παλιά πολιτικά στελέχη πρέπει να μείνουν σε δεύτερο πλάνο και να προβληθούν κατά το δυνατόν νεότερα στελέχη, άφθαρτα, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν περισσότερο την κοινή γνώμη.
Το τρίτο σημείο, στο οποίο θέλω να σταθώ, είναι το εξής: Οι εκλογές, δυστυχώς, αποτελούν μια δεινή δοκιμασία για την Ελλάδα. Δεν είναι η ώρα να αναζητηθούν ευθύνες, που βεβαίως υπάρχουν. Βέβαιον, όμως, είναι ότι η ελληνική οικονομία περνά μια αληθινή τραγωδία, με την οποίαν δεν απασχολούμαστε όντας απορροφημένοι στην προεκλογική εκστρατεία.
Η οικονομία χαροπαλεύει, ο τουρισμός αντιμετωπίζει μια απίστευτη κρίση και η οικονομική ασφυξία απειλεί όλες τις επιχειρήσεις που απέμειναν. Ο κόσμος έπαψε να πληρώνει. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ και η ψυχολογία που είχε δημιουργηθεί. Ο κόσμος τρομοκρατημένος «κρατάει» τα λεφτά του, οι συναλλαγές έπαψαν, η κίνηση στην αγορά μειώνεται δραματικά. Η κατάσταση κινδυνεύει, όταν θα φτάσουμε στις εκλογές, να μην είναι αναστρέψιμος. Θυμάμαι την περίοδο του τέλους της δεκαετίας του ’80, το σύνθημα που είχαμε τότε ρίξει, «να προλάβουμε την Ελλάδα ζωντανή». Φοβούμαι ότι το ίδιο θα πρέπει να πούμε και σήμερα. Να φτάσουμε στις εκλογές με το καλό, αλλά να υπάρχει ακόμα η ελληνική οικονομία ζωντανή.
Προσωπικά πιστεύω ότι αυτό που επειγόντως πρέπει να ζητήσουμε είναι ένα σχέδιο άμεσης βοήθειας προς την ελληνική οικονομία, για να μπορεί να περάσει αυτή τη δύσκολη περίοδο. Χαίρομαι διότι επιτυχώς, ελπίζω, το έθεσε ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός στην τελευταία σύσκεψη κορυφής. Πρέπει να υπάρξει συνέχεια.
Και τέλος θα σημειώσω το εξής: είμαστε δυστυχώς ένας λαός που δεν προβλέπει και που δεν συμπεραίνει. Την περιπέτεια των εκλογών θα μπορούσαμε ασφαλώς να την είχαμε αποφύγει πλήρως, εάν το Σύνταγμά μας προέβλεπε σταθερή περίοδο της Βουλής. Η συνταγματική αναθεώρηση είναι επειγόντως αναγκαία. Ξαναφέρνω πάλι στη δημοσιότητα την παλιά μου πρόταση, την οποία δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω, ότι η προσεχής Βουλή πρέπει να είναι αναθεωρητική. Είναι ανάγκη, ιδιαίτερα τώρα που η χώρα μας δοκιμάζεται σκληρά, όταν τα πάντα φαίνεται να γκρεμίζονται γύρω μας, να δημιουργήσουμε τουλάχιστον ένα θεσμικό περιβάλλον καλύτερο, σταθερότερο, το οποίο θα μας βοηθήσει, αποφασιστικά, να αντιμετωπίσουμε το μεγάλο μας πρόβλημα, που δεν είναι δυστυχώς το οικονομικό. Είναι πολιτικό: είναι η ανυπαρξία, η διάλυση του κράτους και όλα όσα το συνοδεύουν..."