Από: Γιάννη Κουρτάκη
ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΜΟΥ, ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ
Ο άνθρωπός μου έφυγε. Πατέρας, Φίλος, Αδερφός, μα πάνω απ’ όλα ΜΑΓΚΑΣ. Για αρκετή ώρα προσπαθούσα να βάλω τις μνήμες σε σειρά. Να θυμηθώ όσα έζησα από την ώρα που είχα την τύχη να γνωρίσω τον Βαγγέλη. Ένα σπάνιο παιδί. Είναι από τις λίγες φορές που η σκέψη δεν προχωρούσε. Τα χέρια έτρεμαν, σαν μην ήθελαν να αποτυπώσουν τη θλιβερή για μένα είδηση.
Από την προηγούμενη εβδομάδα σταμάτησε να χτυπά το τηλέφωνο. Με τον Βαγγέλη, τον αδερφό μου, μιλούσα πάνω από πέντε φορές τη μέρα. Πολλά βράδια με έπαιρνε αργά. Κάναμε πλάκα και απολογισμό της μέρας, αλλά και της κραιπάλης. Τον εμπιστευόμουν, γιατί ήταν φίλος και μπεσαλής...
Από την προηγούμενη εβδομάδα σταμάτησε να χτυπά το τηλέφωνο. Με τον Βαγγέλη, τον αδερφό μου, μιλούσα πάνω από πέντε φορές τη μέρα. Πολλά βράδια με έπαιρνε αργά. Κάναμε πλάκα και απολογισμό της μέρας, αλλά και της κραιπάλης. Τον εμπιστευόμουν, γιατί ήταν φίλος και μπεσαλής...
...Τι να πρωτοθυμηθώ. Θυμάμαι τα ατελείωτα βράδια που κάναμε πλάκα στις ταβέρνες και τα καφέ της Αθήνας. Θυμάμαι τις πατρικές συμβουλές που μου έδινε, σχεδόν καθημερινά. Θυμάμαι τις ώρες της αγωνίας, που είχαμε ζήσει. Θυμάμαι τη μοναδική φωνή του Βαγγέλη όταν έπιανε στα μπουζούκια το μικρόφωνο να τραγουδήσει. Θυμάμαι όταν μαζί με τον Κώστα σιγοτραγουδούσε τα τραγούδια της Ελένης Βιτάλη, και μου έλεγε ότι έχει νταλκά. Είναι χιλιάδες οι στιγμές, οι μέρες και οι ώρες που περάσαμε μαζί. Πάντα με κοιτούσε στα μάτια. Ήταν μοναδικός. Δεν κουραζόμουν ποτέ με τον Βαγγέλη. Όταν ερχόταν στην Αθήνα, πάντα μου ζητούσε να βρεθούμε. Και πάντα είχε κάτι να μου πει. Είχε μοναδικό χιούμορ. Τέτοιο, δύσκολα συναντάς. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν ένας καρντάσης με ό,τι περικλείει ο χαρακτηρισμός.
Στις αρχές του Απρίλη με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι θα έκανε μια εγχείρηση ρουτίνας. Με τους γιατρούς δεν τα πήγαινε καλά. Τους απέφευγε, όπως κι εγώ. Πράγματι μπήκε στο «Υγεία» για επέμβαση θυρεοειδούς. Το απόγευμα της ίδιας μέρας τον επισκέφτηκα στο νοσοκομείο. Μπαίνοντας στο δωμάτιο είδα, εκτός από την Καίτη, τη γυναίκα της ζωής του, δυο ακόμη άγνωστους, οι οποίοι σαν να έλεγαν κάτι δυσάρεστο στον Βαγγέλη. Φεύγοντας τον είδα να καταρρέει.
Κάτι είχε πάρει χαμπάρι. «Γάμησέ τα, Φίλε» μου είπε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και αμήχανα άρχισε να σερφάρει στο ipad. Προσπαθούσα να τον κάνω να ξεχαστεί, όμως για πρώτη φορά με κοιτούσε αμήχανα. Σαν να ήθελε να μου πει να φύγω. Ο Βαγγέλης, ο μάγκας μου, δεν ήθελε να μ’ ακούσει. Έφυγα από το νοσοκομείο ράκος. Φτάνοντας στο σπίτι ήθελα κάπου να αποκαλύψω το μυστικό. Το είπα στη ΓΥΝΑΙΚΑ μου, τη ΧΡΙΣΤΙΝΑ, που τόσο αγαπούσε το φιλαράκι μου. «Η Χριστίνα είναι αδερφή μου. Πρόσεξε μη μου κάνει ποτέ παράπονα», μου έλεγε συχνά - πυκνά.
Την επομένη πήγα με τη Χριστίνα στο γραφείο που είχε φτιάξει με μεράκι στο κέντρο της Αθήνας. Η Καίτη μάς άνοιξε την πόρτα. Ο Βαγγέλης καθόταν στο βάθος. Στο γραφείο του, παρέα με τα πορτρέτα των θυγατέρων του, του γαμπρού του και του εγγονού του. Η τελευταία εικόνα που θα τη θυμάμαι για πάντα, φιλαράκι. Το χαμόγελο δύσκολα έβγαινε από τα χείλη. Από τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Στα τηλέφωνα ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Σαν να περίμενε το μοιραίο. Προχθές, είπες στον Κώστα να μου ζητήσει συγγνώμη επειδή δεν σήκωνες το τηλέφωνο τις τελευταίες τρεις μέρες. Σε συγχωρώ, μάγκα μου.
Βαγγέλη, επειδή το πρωί ήρθα να σε δω αλλά δεν πρόλαβα να σε χαιρετίσω και να σου πω δυο τελευταίες κουβέντες, θέλω να ξέρεις ότι δεν ξεχνώ. Δεν ξεχνώ ό,τι έκανες για μένα. Δεν ξεχνώ τις τόσο σημαντικές συμβουλές σου. Δεν ξεχνώ ότι μου έδειξες εμπιστοσύνη. Δεν ξεχνώ ότι με γέμιζες αυτοπεποίθηση στις δυσκολίες. Δεν ξεχνώ ότι με στήριξες στα δύσκολα, όταν μετρά κανείς τους πραγματικούς φίλους. Ήσουν πάντα δίπλα μου.
Δεν ξεχνώ τα πρωτοχρονιάτικα βράδια στο Καϊμακτσαλάν. Τα παιχνίδια στο χιόνι. Τις βόλτες με τις «γουρούνες». Δεν ξεχνώ ότι ήσουν η φωνή που μ’ έκανε να νιώσω πως έχω έναν ζωντανό αδερφό στο γάμο μου. Βαγγέλη, μάγκα μου, συγγνώμη που δεν πρόλαβα. Είδα τον Κώστα, τον Γιώργο και τον Ορέστη. Θα έρθω και αύριο, φιλαράκι. Θα τα πούμε από κοντά. Και έχω μερικά παραπονάκια. Θα στα πω, όμως, αύριο.
Αδερφέ, για μένα ήσουν κάτι μοναδικό. Θα μου λείψεις. Είναι η δεύτερη φορά στη ζωή μου που νιώθω πάλι μόνος. Που χάνω ένα αγαπημένο πρόσωπο. Θυμάμαι που μου έλεγες: «Μη στεναχωριέσαι που έχασες τον αδερφό σου. Έχεις εμένα». Και, πράγματι, μου συμπεριφέρθηκες κάτι παραπάνω από αδερφός. Αλήθεια, ποιον θα παίρνω τις πρώτες πρωινές ώρες για να κάνουμε πλάκα; Με ποιον θα μιλάω για τις κραιπάλες; Ποιον θα συμβουλεύομαι για τη ζωή; Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι εκεί που πας θα βρεις έναν καλό φίλο. Που τον γούσταρες -όπως μου έλεγες- γιατί ήταν γνήσιος. Τον γιατρό, τον Μπάλα. Τον άνθρωπο που μ’ ευχαριστούσε μέχρι που έφυγε από τη ζωή για το γεγονός ότι τον έκανες, Βαγγέλη, να σηκωθεί και να χορέψει στο γάμο μου.
Φίλε Βαγγέλη, θέλω να ξέρεις ότι ήδη μου λείπεις. Δεν Θέλω να το πιστέψω. Μοιάζει σαν ψέμα γιατί για μένα (και δεν είναι υπερβολή) θα μείνεις για πάντα ζωντανός. Ρε Βάγγο, είσαι το φιλαράκι που γουστάρω. Αυτό που δύσκολα θα βρω. Είσαι ο ΜΑΓΚΑΣ ΜΟΥ. Καλό ταξίδι, αδερφέ. Και μέχρι ν’ ανταμώσουμε θέλω να ξέρεις ότι έχεις ένα φίλο που σ’ αγάπησε αληθινά και που σου χρωστά πολλά.
ΥΓ.: Α, φιλαράκι, πότε θα πάμε με τη Χριστίνα, την Καίτη, την Αγγελική, την Ειρήνη και τον Ορέστη στο χιονοδρομικό; Το είχες υποσχεθεί στη Χριστίνα πριν από τα Χριστούγεννα. Το θυμάσαι;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΡΤΑΚΗΣ