Παρακολουθώ με ιδιαίτερη προσοχή τις απεγνωσμένες προσπάθειες βουλευτών και εκπροσώπων φορέων της υπαίθρου, να αναδείξουν το θέμα της εγκατάλειψης της περιφέρειας. Έφυγαν πρώτα από τα χωριά τα σχολεία, ως αντιοικονομικά. Κατόπιν καταργήθηκε το...
... αστυνομικό τμήμα, ύστερα η κοινότητα, έκλεισε το ταχυδρομικό ταμιευτήριο και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί όπου υπήρχαν, κι έμειναν τα κουφάρια των κτιρίων που τα στέγαζαν, για να θυμίζουν άλλες εποχές.
Όλα αυτά, με το πρόσχημα -της κεντρικής εξουσίας- της περικοπής δαπανών. Αλλά και με την ταυτόχρονη διαβεβαίωση, ότι η παροχή υπηρεσιών των καταργηθέντων φορέων όχι μόνον θα εξακολουθήσει να υπάρχει, αλλά και θα αναβαθμιστεί. Το αποτέλεσμα είναι, όπως πανθομολογείται, να ερημωθεί η ύπαιθρος και με την εσωτερική μετανάστευση να γιγαντωθούν οι πόλεις -ιδιαίτερα Αθήνα και Θεσσαλονίκη- χάνοντας κι αυτές τη λειτουργικότητά τους.
Θα έλεγε κάποιος, ότι πέρασαν οι καιροί όπου η αγροτιά αποτελούσε τη «σπονδυλική στήλη», ή τη «ραχοκοκαλιά» επί το… προοδευτικότερο, όπως έλεγαν οι πολιτικοί. Και πως η γεωργία άφησε τη θέση της σε άλλους τομείς της παραγωγής. Το ερώτημα είναι, ποιοι τομείς είναι αυτοί που κάλυψαν στην Ελλάδα το έλλειμμα της γεωργίας, η οποία μέχρι πρότινος ήταν, μαζί με τον τουρισμό και τη ναυτιλία, οι τροφοδότες του προϋπολογισμού σε έσοδα.
Εκείνο που θα έπρεπε να γίνει, δεν ήταν η καταστροφή του γεωργικού τομέα -διότι έτσι μας διέταξαν, προκειμένου να προμηθευόμαστε τα τρόφιμα από τις ολιγάριθμες πολυεθνικές- αλλ’ απεναντίας η δημιουργία υπεραξίας στα αγροτικά προϊόντα. Δεν νοείται, φερ’ ειπείν, η έλλειψη συσκευαστηρίων ελαιολάδου και η πώληση χύμα του προϊόντος στις εταιρίες της αλλοδαπής (το 85% της παραγωγής μας).
Και όμως, προ πολλών δεκαετιών ο τότε καθηγητής πολιτικής οικονομίας Δημοσθένης Στεφανίδης, είχε προτείνει τα απλά, αλλά δεν εισακούσθηκαν. Τη δημιουργία αγροτοβιομηχανιών, ώστε τα γεωργικά προϊόντα να διατίθενται στην αγορά -την ξένη κυρίως- συσκευασμένα, έτοιμα για το ράφι των καταστημάτων.
Το σκεπτικό ήταν απλό. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτύξει μεγάλες βιομηχανίες, για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως, διότι ο πληθυσμός της είναι ελάχιστος για να τις συντηρήσει. Με την ίδρυση αγροτοβιομηχανιών ή αγροτοβιοτεχνιών, ο αγρότης θα είχε και το επιπλέον εισόδημα του αγροτοεργάτη, η ελληνική οικονομία θα είχε κερδοφόρες επιχειρήσεις και η ύπαιθρος θα παρέμενε ζωντανή.
Να σημειωθεί, ότι η παραμονή αγροτών στην ύπαιθρο συμβάλλει τα μέγιστη στην εθνική ασφάλεια, διότι η άμυνα της χώρας δεν είναι υπόθεση μόνον των οπλομηχανημάτων, αλλά και του έμψυχου υλικού. Δεν θα ήταν απαραίτητοι οι συνοριοφύλακες, αν δεν καταργούνταν τα ΤΕΑ. Ούτε θα ήταν τόσο εύκολη η πρόσβαση λαθρομεταναστών, αν δεν υπήρχαν στα σύνορα ερημωμένα χωριά.
Αυτό όμως, δεν εξυπηρετεί το παγκόσμιο σύστημα, το οποίο φροντίζει για τη δημιουργία όχι πια μεγαλουπόλεων, αλλά μέγκα-πόλεων (χθες δημοσιοποιήθηκε η πρόθεση του κινεζικού κράτους για δημιουργία πόλης 42 εκατ. κατοίκων). Είναι αληθές, ότι μειώνεται το κόστος λειτουργίας επιχειρήσεων, οι οποίες αντί να στέλνουν αυτοκίνητα και να τροφοδοτούν τα 160 χωριά του νομού Κιλκίς, θα κέρδιζαν σε χρόνο, καύσιμα, προσωπικό, αυτοκίνητα, αν οι 100.000 κάτοικοι ήσαν συγκεντρωμένοι σε μια πόλη.
Αυτό όμως είναι το δευτερεύον. Το κύριο που επιδιώκεται είναι η κατάργηση «του κοινού των κατοίκων». Στο χωριό, όπου όλοι έχουν και κάποια συγγένεια, δεν υπάρχει κάτοικος που να ψάχνει σε σκουπίδια, δεν υπάρχει παιδί εγκαταλειμμένο. Υπάρχει αλληλοβοήθεια, υπάρχει ψυχική επαφή, υπάρχει συνοχή. Στην απρόσωπη πόλη, ο καθένας είναι μοναχικός καβαλάρης, ιδανικό θύμα για εκμετάλλευση. Οι αδύναμοι πολίτες, συγκροτούν ανίσχυρη πολιτεία. Κι αυτή με τη σειρά της, οδηγεί σε απώλεια της εθνικής κυριαρχίας.
Εξ αυτού συμπεραίνεται ότι η ερήμωση της περιφέρειας επιδιώκεται συνειδητά, προς επίτευξη του παραπάνω σκοπού.
«Σάρισσα»
... αστυνομικό τμήμα, ύστερα η κοινότητα, έκλεισε το ταχυδρομικό ταμιευτήριο και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί όπου υπήρχαν, κι έμειναν τα κουφάρια των κτιρίων που τα στέγαζαν, για να θυμίζουν άλλες εποχές.
Όλα αυτά, με το πρόσχημα -της κεντρικής εξουσίας- της περικοπής δαπανών. Αλλά και με την ταυτόχρονη διαβεβαίωση, ότι η παροχή υπηρεσιών των καταργηθέντων φορέων όχι μόνον θα εξακολουθήσει να υπάρχει, αλλά και θα αναβαθμιστεί. Το αποτέλεσμα είναι, όπως πανθομολογείται, να ερημωθεί η ύπαιθρος και με την εσωτερική μετανάστευση να γιγαντωθούν οι πόλεις -ιδιαίτερα Αθήνα και Θεσσαλονίκη- χάνοντας κι αυτές τη λειτουργικότητά τους.
Θα έλεγε κάποιος, ότι πέρασαν οι καιροί όπου η αγροτιά αποτελούσε τη «σπονδυλική στήλη», ή τη «ραχοκοκαλιά» επί το… προοδευτικότερο, όπως έλεγαν οι πολιτικοί. Και πως η γεωργία άφησε τη θέση της σε άλλους τομείς της παραγωγής. Το ερώτημα είναι, ποιοι τομείς είναι αυτοί που κάλυψαν στην Ελλάδα το έλλειμμα της γεωργίας, η οποία μέχρι πρότινος ήταν, μαζί με τον τουρισμό και τη ναυτιλία, οι τροφοδότες του προϋπολογισμού σε έσοδα.
Εκείνο που θα έπρεπε να γίνει, δεν ήταν η καταστροφή του γεωργικού τομέα -διότι έτσι μας διέταξαν, προκειμένου να προμηθευόμαστε τα τρόφιμα από τις ολιγάριθμες πολυεθνικές- αλλ’ απεναντίας η δημιουργία υπεραξίας στα αγροτικά προϊόντα. Δεν νοείται, φερ’ ειπείν, η έλλειψη συσκευαστηρίων ελαιολάδου και η πώληση χύμα του προϊόντος στις εταιρίες της αλλοδαπής (το 85% της παραγωγής μας).
Και όμως, προ πολλών δεκαετιών ο τότε καθηγητής πολιτικής οικονομίας Δημοσθένης Στεφανίδης, είχε προτείνει τα απλά, αλλά δεν εισακούσθηκαν. Τη δημιουργία αγροτοβιομηχανιών, ώστε τα γεωργικά προϊόντα να διατίθενται στην αγορά -την ξένη κυρίως- συσκευασμένα, έτοιμα για το ράφι των καταστημάτων.
Το σκεπτικό ήταν απλό. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτύξει μεγάλες βιομηχανίες, για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως, διότι ο πληθυσμός της είναι ελάχιστος για να τις συντηρήσει. Με την ίδρυση αγροτοβιομηχανιών ή αγροτοβιοτεχνιών, ο αγρότης θα είχε και το επιπλέον εισόδημα του αγροτοεργάτη, η ελληνική οικονομία θα είχε κερδοφόρες επιχειρήσεις και η ύπαιθρος θα παρέμενε ζωντανή.
Να σημειωθεί, ότι η παραμονή αγροτών στην ύπαιθρο συμβάλλει τα μέγιστη στην εθνική ασφάλεια, διότι η άμυνα της χώρας δεν είναι υπόθεση μόνον των οπλομηχανημάτων, αλλά και του έμψυχου υλικού. Δεν θα ήταν απαραίτητοι οι συνοριοφύλακες, αν δεν καταργούνταν τα ΤΕΑ. Ούτε θα ήταν τόσο εύκολη η πρόσβαση λαθρομεταναστών, αν δεν υπήρχαν στα σύνορα ερημωμένα χωριά.
Αυτό όμως, δεν εξυπηρετεί το παγκόσμιο σύστημα, το οποίο φροντίζει για τη δημιουργία όχι πια μεγαλουπόλεων, αλλά μέγκα-πόλεων (χθες δημοσιοποιήθηκε η πρόθεση του κινεζικού κράτους για δημιουργία πόλης 42 εκατ. κατοίκων). Είναι αληθές, ότι μειώνεται το κόστος λειτουργίας επιχειρήσεων, οι οποίες αντί να στέλνουν αυτοκίνητα και να τροφοδοτούν τα 160 χωριά του νομού Κιλκίς, θα κέρδιζαν σε χρόνο, καύσιμα, προσωπικό, αυτοκίνητα, αν οι 100.000 κάτοικοι ήσαν συγκεντρωμένοι σε μια πόλη.
Αυτό όμως είναι το δευτερεύον. Το κύριο που επιδιώκεται είναι η κατάργηση «του κοινού των κατοίκων». Στο χωριό, όπου όλοι έχουν και κάποια συγγένεια, δεν υπάρχει κάτοικος που να ψάχνει σε σκουπίδια, δεν υπάρχει παιδί εγκαταλειμμένο. Υπάρχει αλληλοβοήθεια, υπάρχει ψυχική επαφή, υπάρχει συνοχή. Στην απρόσωπη πόλη, ο καθένας είναι μοναχικός καβαλάρης, ιδανικό θύμα για εκμετάλλευση. Οι αδύναμοι πολίτες, συγκροτούν ανίσχυρη πολιτεία. Κι αυτή με τη σειρά της, οδηγεί σε απώλεια της εθνικής κυριαρχίας.
Εξ αυτού συμπεραίνεται ότι η ερήμωση της περιφέρειας επιδιώκεται συνειδητά, προς επίτευξη του παραπάνω σκοπού.
«Σάρισσα»