7 Ιουνίου 2010
Ποιος κυβερνά τον τόπο;
Tου Σταθη Ν. Καλυβα* (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Η καθημερινή επικαιρότητα είναι γνωστή και θλιβερά επαναλαμβανόμενη. Το κέντρο της πρωτεύουσας κλείνει σχεδόν καθημερινά, επεισόδια μικρής και μεσαίας έντασης μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας ξεσπούν σε σχεδόν εβδομαδιαία βάση, ενώ μια φορά τον χρόνο σχεδόν έχουμε ταραχές μεγάλης κλίμακας με σημαντικές καταστροφές. Οποτε δεν αποκλείουν τις εθνικές οδούς οι αγρότες, κλείνουν τα λιμάνια οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ και όποτε ξεκουράζονται αυτοί, αναλαμβάνουν οι ψαράδες. Σχολεία, πανεπιστήμια, υπουργεία (εσχάτως και ξενοδοχεία) καταλαμβάνονται με καταθλιπτική κανονικότητα. Γήπεδα, γειτονιές και ενίοτε κωμοπόλεις γίνονται βορά των χούλιγκαν. Συμμορίες αλλοδαπών μετατρέπουν περιοχές του κέντρου της πρωτεύουσας σε πεδίο μάχης, μέρα μεσημέρι. Το ερώτημα που αναγκάζεται να θέσει κανείς, σχεδόν σε καθημερινή βάση, δεν είναι καθόλου καινούργιο: ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;
Απέναντι σε φαινόμενα αυτού του τύπου...
οι αντιδράσεις κυμαίνονται από τη δημόσια αδιαφορία και τον κυνισμό («και τι να κάνουμε, έτσι ήταν πάντα») ώς τον ιδιωτικό, σιωπηλό, θυμό. Ενας κυρίαρχος δημόσιος λόγος, αναπαραγόμενος από πολλά ΜΜΕ, δικαιολογεί σχεδόν τα πάντα στο όνομα της κατοχύρωσης του δικαιώματος διαμαρτυρίας. Από την άλλη, όσοι αντιδρούν στις ακραίες συνέπειες της άσκησης αυτού του δικαιώματος στρέφονται αποκλειστικά εναντίον των οργανωμένων ομάδων. Η αντίληψη πως την κύρια ευθύνη για την κατάσταση δεν φέρουν οι οργανωμένες ομάδες αλλά το κράτος μάλλον μειοψηφεί.
Το φαινόμενο, όμως, το οποίο έχουμε μπροστά μας μπορεί να περιγραφεί μόνον ως μερική κατάλυση του κράτους. Είναι γνωστός ο κλασικός ορισμός που έδωσε ο Μαξ Βέμπερ για το κράτος: πρόκειται για τον οργανισμό εκείνο που διαθέτει το «μονοπώλιο της νόμιμης βίας σε συγκεκριμένο έδαφος». Ολες οι ανεπτυγμένες χώρες διαθέτουν κράτη που προσεγγίζουν το βεμπεριανό πρότυπο.
Το πέρασμα από το καθεστώς της αναρχίας ή πολυαρχίας σε αυτό του βεμπεριανού κράτους αποτελεί έναν από τους κρισιμότερους σταθμούς της ανθρώπινης ιστορίας. Παράλληλα, οι οικονομολόγοι θεωρούν την τάξη δημόσιο αγαθό που μπορεί να παρέχεται μόνο από το κράτος και που αποτελεί απόλυτη προϋπόθεση οικονομικής ανάπτυξης. Δεν είναι τυχαίο πως η παροχή δημόσιας τάξης ήταν η μόνη λειτουργία που αναγνώριζαν στο κράτος οι ακραίοι φιλελεύθεροι του 18ου και 19ου αιώνα, το λεγόμενο «κράτος-νυχτοφύλακας».
Είναι, επομένως, τουλάχιστον αξιοπερίεργο που το ελληνικό κράτος έχει απεμπολήσει ένα τόσο βασικό κομμάτι της λειτουργίας του και μάλιστα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο. Αξίζει να αναρωτηθούμε για το πώς φθάσαμε στο σημείο αυτό.
Το φαινόμενο της μερικής κατάλυσης του κράτους μπορεί να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα της συνάντησης δύο εντελώς διαφορετικών ρευμάτων από το 1974 και μετά. Το πρώτο ρεύμα υπήρξε ο καταπιεσμένος ριζοσπαστισμός της Αριστεράς. Το τραύμα του μετεμφυλιακού κράτους και της Χούντας μετέτρεψε την «πεζοδρομιακή» δράση σε συστατικό στοιχείο της αριστερής ταυτότητας, σχεδόν ως εξαρτημένο αντανακλαστικό. Στη λογική αυτή, ο όρος «τάξη» παρέπεμπε σχεδόν αυτονόητα σε φασιστικές πρακτικές. Πρόκειται για μια τάση που έβλαψε πολλαπλώς την Αριστερά, καθώς υποκατέστησε τον σοβαρό πολιτικό προβληματισμό με τον «πεζοδρομιακό» συνθηματικό λόγο και συνέβαλε στην πολιτική της περιθωριοποίηση. Η σύγκριση της ελληνικής Αριστεράς με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή είναι ως προς αυτό και καταλυτική και καταθλιπτική. Βέβαια, ο αριστερός ριζοσπαστισμός δεν αρκεί για να εξηγήσει τη διαιώνιση και μεγέθυνση των πρακτικών αυτών. Εχουν, άλλωστε, περάσει 36 χρόνια από την κατάρρευση της χούντας. Αν για τα γκρουπούσκουλα της Αριστεράς, το πεζοδρόμιο αποτελεί το κύριο (αν όχι μοναδικό) μέσο της αναπαραγωγής τους, κάτι τέτοιο δεν ισχύει ευρύτερα.
Για να εξηγήσουμε τη διαιώνιση των πρακτικών αυτών, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ένα άλλο ρεύμα: τον διεκδικητικό μικροαστισμό. Είναι σαφώς διακριτό από την Αριστερά (και συνήθως εχθρικό προς αυτήν), αλλά βρήκε στις πεζοδρομιακές πρακτικές της Αριστεράς μια γλώσσα διεκδίκησης που του ήρθε κουτί. Πάντοτε καχύποπτος απέναντι στο κράτος και βουτηγμένος σε πρακτικές ανομίας και μικρο-παραβατικότητας (στο όνομα, βέβαια, του πιο στενού ατομισμού), ο κόσμος αυτός ανακάλυψε ξαφνικά τα πλεονεκτήματα της πιο δυναμικής διεκδίκησης. Δεν είναι τυχαίο πως η μόνη δυνατότητα συλλογικής δράσης για τον κόσμο αυτό παραμένει αυτή που στρέφεται εναντίον του κράτους. Ακόμα και όταν στόχος της διεκδίκησης είναι τα προνόμια μιας ποδοσφαιρικής ομάδας!
Ο καταλύτης που συνταίριαξε τα δύο αυτά ρεύματα σε μια μοναδική αλχημεία (τον «λαϊκισμό») ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Χρησιμοποιώντας μιαν επιφανειακά αριστερή γλώσσα, διαδίδοντας ως αντιπολίτευση την πρακτική της πεζοδρομιακής δράσης και νομιμοποιώντας ως κυβέρνηση την ανεξέλεγκτη χρήση αυτού του τρόπου διεκδίκησης, το ΠΑΣΟΚ εξαργύρωσε εκλογικά την αλχημεία αυτή με το παραπάνω. Δεν ήταν, όμως, παρά μια αλχημεία, καθώς βασίστηκε σε ευρωπαϊκά κεφάλαια και δανεικά χρήματα. Και είχε, βέβαια, τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις για το μέλλον. Τώρα που εξέλιπαν οι πόροι, ο τρόπος αυτός διεκδίκησης χάνει κάθε λόγο ύπαρξης.
Θα είμαστε, λοιπόν, μάρτυρες της βαθμιαίας παρακμής των πρακτικών αυτών και του περιορισμού τους στον φυσικό τους χώρο, αυτόν της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των σχετικών γκρουπούσκουλων. Η Αριστερά θα ξανακερδίσει το μονοπώλιο της πεζοδρομιακής διεκδίκησης, αλλά το ιδίωμά της θα περιθωριοποιηθεί και το πρόβλημα θα μπορεί να αντιμετωπιστεί, στις ακραίες του εκφάνσεις, με όρους δημόσιας τάξης. Το ερώτημα που παραμένει είναι αν η αναπόφευκτη διαδικασία ανασυγκρότησης ενός βεμπεριανού κράτους στη χώρα μας θα γίνει ομαλά και συντεταγμένα ή αν θα πάρει άναρχο και βίαιο χαρακτήρα. Εκτιμώντας το περιεχόμενο και το παρελθόν του διεκδικητικού μικροαστισμού, κλίνω προς την πρώτη εκδοχή.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Yale.