21 Φεβρουαρίου 2011

Η ασθένεια των ΜΜΕ της Θεσσαλονίκης


Τα πλήγματα που δέχονται τα ΜΜΕ Θεσσαλονίκης, δεν είναι παρά η έξαρση μιας σοβαρής ασθένειας, από την οποία πάσχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Και που επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με ασπιρίνες και...

... όχι με ριζική θεραπεία. Δόθηκε παράταση στο μοιραίο, κι αυτή φαίνεται ότι λήγει.

Πριν από δεκαετίες, όταν η Θεσσαλονίκη είχε υποπολλαπλάσιο πληθυσμό, συντηρούσε τρεις καθημερινές πολιτικές εφημερίδες και μία εβδομαδιαία. Το πρώτο κτύπημα ήρθε από παράνομη κατ’ αρχάς, και στη συνέχεια θεσμοθετημένη, κυκλοφορία των αθηναϊκών απογευματινών εφημερίδων από τις 9 το πρωί. Υπήρξε άμεση δραματική πτώση της κυκλοφορίας των πρωινών της Θεσσαλονίκης.

Αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, αν συνέχιζαν οι εκδότες να είναι «εφημεριδάδες». Οι καινούργιοι όμως εκδότες -όπως και στην Αθήνα- είναι επιχειρηματίες, που λιγότερο υπηρετούν τον Τύπο, και περισσότερο τον χρησιμοποιούν. Έφυγε το μεράκι.

Η έλευση της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης, δεν περιόρισε μόνον, ακόμη περισσότερο, την κυκλοφορία των εφημερίδων, αλλά έχει και δυσμενή επίπτωση και στα ίδια τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, που αποτελεί ειδική περίπτωση. Φαίνεται περίεργο, σε όσους δεν γνώρισαν από μέσα το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο της πόλης, πώς γίνεται μια πόλη με 1,3 εκατ. πληθυσμό, να μη μπορεί να συντηρήσει τα δικά της ΜΜΕ, ενώ τα αντίστοιχα των μικρών επαρχιακών πόλεων είναι κερδοφόρα, έχοντας μάλιστα πλήρες πρόγραμμα.

Η ιδιαιτερότητα των ΜΜΕ της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στο ότι έχει υποκατασταθεί πλήρως από αυτά των Αθηνών. Στους άλλους νομούς, οι δυνατότητες των πολιτικών, κατ’ αρχάς, να προβληθούν από τα ΜΜΕ πανελλήνιας εμβέλειας, είναι περιορισμένη. Γι’ αυτό και ενισχύουν είτε άμεσα είτε έμμεσα τα τοπικά, προκειμένου να παρουσιαστούν στους ψηφοφόρους τους. Είναι κοινό μυστικό, ότι συνεντεύξεις και εμφανίσεις στα δελτία ειδήσεων πολιτικών (κεντρικής, αλλά κυρίως τοπικής εξουσίας), γίνονται αφού πρώτα γίνει συνεννόηση όχι με τον δημοσιογράφο, αλλά με το λογιστήριο. Το ίδιο και με τις μικρές επιχειρήσεις, με τοπικό καταναλωτικό κοινό.

Οι πολιτικοί της Θεσσαλονίκης, έχουν πρόσβαση στα πανελλήνιας εμβέλειας ΜΜΕ, ώστε το ενδιαφέρον τους για την επιβίωση των τοπικών, είναι περιορισμένο ή απουσιάζει παντελώς. Το ίδιο με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Διαφημίζονται στα αθηναϊκά Μέσα, διότι τα τοπικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτουν τα διαφημιστικά γραφεία (να έχουν άνω του 5% ακροαματικότητα-θεαματικότητα). Μένουν οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις. Πού να πρωτοδώσουν όμως διαφήμιση, όταν ο αριθμός των Μέσων της Θεσσαλονίκης είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από αυτόν στον οποίο μπορεί να μοιραστεί η διαφημιστική πίτα;

Η έλλειψη χρημάτων, φέρνει υποβάθμιση της ποιότητας του προγράμματος, αυτή φέρνει ακόμη μικρότερη παρακολούθηση, που με τη σειρά της περιορίζει το ενδιαφέρον των επιχειρηματιών για διαφήμιση, και όλος αυτός ο κύκλος οδηγεί στο να είναι ζημιογόνα τα Μέσα, στην συντριπτική τους πλειονότητα.

Κοντά σ’ όλα αυτά, μειώθηκαν δραστικά οι Θεσσαλονικείς που πράγματι ενδιαφέρονται για την πόλη. Φαίνεται αυτό άλλωστε και στα αθλητικά πράγματα, όπου άλλοτε φανερά άλλοτε κρυφά οι κραταιές ομάδες της πόλης, σ’ όλα σχεδόν τα σπορ, είτε φυτοζωούν ενθυμούμενες το παλαιό ένδοξο παρελθόν, είτε έχουν περιέλθει σε χέρια κατοίκων του Λεκανοπεδίου.

Η πόλη, φυσικά, δεν μαραζώνει μόνον σ’ αυτούς τομείς. Παρά την πληθώρα υπουργών της πόλης, χωρίς αντίδρασή τους, κατά την τελευταία 20ετία μετοίκησαν στο νότο πολλοί «θεσμοί», που κρατούσαν τη Θεσσαλονίκη ζωντανή. Αλλά, γι’ αυτά, άλλη φορά. (Ο Μακεδών)
«Σάρισσα»